Πέμπτη 23 Απριλίου 2009

Στεγαστικά δάνεια με επιτόκια παγίδες


http://www.e-tipos.com/content/staticfiles/issues/2009/03/28/280309%2044.pdf

ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΛΑΝΣΑΡΟΥΝ ΝΕΟΥ ΤΥΠΟΥ ΧΟΡΗΓΗΣΕΙΣ ΜΕ ΔΟΣΕΙΣ ΠΟΥ ΦΟΥΣΚΩΝΟΥΝ
ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΚΙΝΔΥΝΟ Ή ΤΟ SPREAD ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

Μοιάζουν με επιτόκια «κράχτες», αλλά στην πραγματικότητα κρύβουν γρίφους που δύσκολα μπορεί να κατανοήσει ο μέσος δανειολήπτης.
Παράγοντες όπως το μεσοσταθμικό κόστος των προθεσμιακών καταθέσεων και των ομολόγων, το κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου και ο πιστωτικός κίνδυνος που αναλαμβάνει μια τράπεζα όταν εγκρίνει μια χορήγηση, θα επηρεάζουν εφεξής το ύψος του επιτοκίου στα στεγαστικά δάνεια νέας γενιάς, όπως αποκαλύπτει σήμερα ο ΕΤ, βάζοντας «καπέλο» μέχρι και 1% στο τελικό κόστος δανεισμού.
Μεγάλη τράπεζα λανσάρισε πρόσφατα έναν νέο επιτοκιακό δείκτη, ο οποίος αν και συνδέεται με το Euribor τριμήνου, ουσιαστικά αποτελεί διοικητικά καθοριζόμενο επιτόκιο. Το εν λόγω επιτόκιο ξεκινά από προκαθορισμένο ποσοστό, της τάξης του 3,50%-4% και αναπροσαρμόζεται ανάλογα με το κόστος χρήματος όπως αυτό λογίζεται από την τράπεζα με βάση τους τέσσερις επιμέρους παράγοντες (επιτόκια προθεσμιακών καταθέσεων και των ομολόγων, κρατικός δανεισμός και ο πιστωτικός κίνδυνος). Επίσης, η τράπεζα έχει δικαίωμα να εφαρμόζει προσαύξηση μέχρι και μία μονάδα αν το επιτόκιο αυξηθεί, όταν στην περίπτωση δανείου με επιτόκιο Euribor συν περιθώριο θα πρέπει να αναπροσαρμόσει το κόστος για τον πελάτη όσο ανέβει το διατραπεζικό.
Την υιοθέτηση ενός ανάλογου επιτοκίου, το οποίο αντικατοπτρίζει το πραγματικό κόστος χρήματος εξετάζουν και άλλα πιστωτικά ιδρύματα. Όπως ανέφερε στον «ΕΤ» αρμόδιο στέλεχος τράπεζας στον τομέα της στεγαστικής πίστης «η υιοθέτηση ενός τέτοιου επιτοκίου αντιπροσωπεύει το κόστος χρήματος που πληρώνουν οι τράπεζες όταν δανείζονται».
Άλλος τραπεζίτης τόνισε ότι το Euribor τριμήνου απέχει ελάχιστα από το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (σήμερα 1,50%), με αποτέλεσμα ακόμη και με περιθώριο προσαύξησης της τάξης του 2,50%, το τελικό επιτόκιο, που δεν ξεπερνά το 4%, δεν είναι αρκετό για να καλύψει το κόστος της τράπεζας.
Ο νέος επιτοκιακός δείκτης ονομάζεται Στεγαστικό Βασικό Επιτόκιο Χορηγήσεων (ΣΒΕΧ) και σύμφωνα με την προσυμβατική ενημέρωση της τράπεζας έχει το δικαίωμα να τον αυξάνει ή να τον μειώνει αντίστοιχα κατά ποσοστό που μπορεί να κυμαίνεται «μεταξύ της τιμής της Μεταβολής του Δείκτη προσαυξανόμενης κατά μισή ποσοστιαία μονάδα (+0,5%) και της τιμής της Μεταβολής του Δείκτη μειούμενης κατά μισή ποσοστιαία μονάδα (-0,5%)».
Τι σημαίνει αυτό; Εάν το επιτόκιο Euribor και οι δείκτες που αποτελούν το ΣΒΕΧ αυξηθούν κατά 0,50%, η τράπεζα μπορεί να αυξήσει το τελικό επιτόκιο του πελάτη μέχρι και μία μονάδα. Έστω ότι η τιμή του επιτοκιακού δείκτη Euribor τριμήνου ήταν 3,5% τον Φεβρουάριο και το τελικό επιτόκιο του πελάτη είχε διαμορφωθεί στο 5,5%. Την ημερομηνία υπολογισμού του επιτοκίου για τον επόμενο μήνα, ώστε να οριστεί το ύψος της δόσης για τον Μάρτιο, η τιμή του ίδιου δείκτη ήταν 4,1%, δηλαδή είχε αυξηθεί 0,6%. Η τράπεζα έχει το δικαίωμα να αναπροσαρμόσει το επιτόκιο του πελάτης της με βάση το ΣΒΕΧ από 0,1% έως 1,1% (0,6% + 0,5%) και συνακόλουθα το επιτόκιο να μπορεί να διαμορφωθεί από 5,6% έως 6,6%.
Αν το δάνειο είχε κυμαινόμενο επιτόκιο Euribor τριμήνου 1,56% συν περιθώριο έστω 2,5%, δηλαδή 4,06%, και το διατραπεζικό αυξανόταν στο 2,06%, ο πελάτης θα έπρεπε να χρεωθεί με τελικό επιτόκιο 4,56%
Ανάλογος δείκτης εφαρμόζεται και στα στεγαστικά δάνεια με ελβετικό φράγκο (ΣΒΕΧ σε ελβετικό φράγκο).


rhaikou@e-tipos.com


Διαφορά ΣΒΕΧ – Euribor
Πολύπλοκοι όροι δανεισμού συνεπάγονται υψηλότερη δόση, καθώς η διαφορά των επιτοκίων τύπου ΣΒΕΧ και του Euribor τριμήνου ξεκινά σχεδόν από 50 ευρώ και κλιμακώνεται όσο αυξάνεται το ποσό του δανείου.
Με αρχικό ΣΒΕΧ της τάξης του 5,50%, η μηνιαία καταβολή ενός στεγαστικού με διάρκεια 20 χρόνια διαμορφώνεται στα 694,68 ευρώ ανά 100.000 ευρώ. Το ίδιο δάνειο με επιτόκιο 4,06% (Euribor τριμήνου 1,56% και περιθώριο προσαύξησης 2,50%, που θεωρείται υψηλό), έχει δόση 615,51 ευρώ. Η διαφορά των 79,17 ευρώ συνεπάγεται όφελος 950 ευρώ το χρόνο, ενώ στην εικοσαετία, ο δανειολήπτης του ΣΒΕΧ θα έχει πληρώσει 19.000 ευρώ περισσότερα.
Αν τα επιτόκια αυξηθούν κατά 0,50%, η τράπεζα έχει δικαίωμα να αναπροσαρμόσει το ΣΒΕΧ από 5,60% έως 6,60%. Στην πρώτη περίπτωση η δόση θα ανέλθει στα 700 ευρώ και στη δεύτερη, αν εφαρμόσει το «καπέλο» του 1%, η δόση θα διαμορφωθεί στα 758,58 ευρώ. Ο πελάτης θα κληθεί να πληρώσει περισσότερα από 6 ευρώ μέχρι και σχεδόν 65 ευρώ.
Ο δανειολήπτης με επιτόκιο Euribor το οποίο αυξήθηκε στο 2,06% συν spread 2,50% (συνολικό επιτόκιο 4,56%) θα δει τη δόση του να ανεβαίνει κατά περίπου 27 ευρώ, στα 642,41 ευρώ. Σε σχέση με το ΣΒΕΧ, ο εν λόγω καταναλωτής θα πληρώσει τουλάχιστον 57 ευρώ λιγότερα, εξοικονομώντας 695 ευρώ το χρόνο.



Δόση δανείου* με ΣΒΕΧ και Euribor τριμήνου
Δάνειο 100.000 ευρώ 200.000 ευρώ
ΣΒΕΧ 5,50% 694,68 ευρώ 1.389,36 ευρώ
Euribor τριμήνου 1,56% (+ περιθώριο 2,50%) 615,51 ευρώ 1.231,01%
Αύξηση ΣΒΕΧ στο 5,60% 700,37 ευρώ 1.400,74 ευρώ
Αύξηση ΣΒΕΧ στο 6,60% 758,58 ευρώ 1.517,16 ευρώ
Αύξηση Euribor τριμήνου στο 2,06% (+ περιθώριο 2,50%) 642,41 ευρώ 1.284,81 ευρώ
*στεγαστικό δάνειο διάρκειας 20 ετών



ΝΕΑ ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΩΝ ΧΡΕΩΣΕΩΝ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΠΥΡΑΚΟΣ
Αρκετές τράπεζες, εκμεταλλευόμενες την αδικαιολόγητη αδράνεια των εποπτικών αρχών, ρίχνουν τον τελευταίο καιρό στην αγορά δανειακά προγράμματα που επαναφέρουν καταχρηστικές πρακτικές, για τις οποίες αρκετοί έλεγαν ότι είχαμε ξεμπερδέψει. Ετσι, ενώ οι συμβάσεις στεγαστικών δανείων που είχαν συναφθεί μετά το 2003 προέβλεπαν την εξάρτηση της διακύμανσης του επιτοκίου από ένα επιτόκιο αναφοράς (επιτόκια ΕΚΤ, Euribor), όροι των νέων συμβάσεων επιτρέπουν ουσιαστικά στις τράπεζες να διαμορφώνουν, με αδιαφανή κριτήρια και αοριστίες, και πάλι μονομερώς τα κυμαινόμενα επιτόκια. Να μην αποδίδουν δηλαδή στους δανειολήπτες ούτε τη μείωση των επιτοκίων που θα δικαιούνται αλλά και να τους επιβάλλουν αυξήσεις που με βάση το κόστος του χρήματος για τις ίδιες δεν θα δικαιολογούνται. Δεν είναι όμως μόνο το τίμημα (τι επιτόκιο) του δανείου που καθίσταται αδιαφανές. Το ίδιο συμβαίνει και με διάφορες άλλες επιβαρύνσεις που με ψευδεπίγραφους χαρακτηρισμούς εξασφαλίζουν πρόσθετες αμοιβές στις τράπεζες. Ετσι τα «έξοδα δανείου» επαναφέρονται είτε ευθέως ως τέτοια είτε και μέσα από «φουσκωμένες» υποτιθέμενες και μη αποδεικνυόμενες αμοιβές τρίτων (δικηγόρου, μηχανικού). Ακόμη και η αποζημίωση πρόωρης εξόφλησης ξανακάνει σε ορισμένα καταρχήν δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο την εμφάνισή της. Απροσχημάτιστα μάλιστα τράπεζες μετακυλίουν στους δανειολήπτες ακόμη και τις αμοιβές εισπρακτικών εταιρι- ών. Οι νέοι δανειολήπτες δεν έχουν πια να αντιμετωπίσουν μόνο τα ψηλότερα περιθώρια κέρδους των τραπεζών αλλά και τη νέα επιδρομή άνισων και καταχρηστικών όρων. Οι εποπτικές αρχές δεν επιτρέπεται να φανούν ανεπαρκείς και στην παρούσα συγκυρία.

Ο κ. Δημήτρης Σπυράκος είναι νο- μικός σύμβουλος της ΕΚΠΟΙΖΩ.

Στεγαστικά με σταθερά …ακριβό επιτόκιο


http://www.e-tipos.com/content/staticfiles/issues/2009/03/23/230309%2022.pdf

KΡΥΦΟΙ ΟΡΟΙ ΣΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ ΠΑΓΙΔΕΥΟΥΝ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ. ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ
ΟΤΙ ΘΑ ΙΣΧΥΕΙ ΟΠΟΙΟ ΑΠΟ ΤΑ ΕΚΤ Ή EURIBOR ΕΙΝΑΙ ΥΨΗΛΟΤΕΡΟ

Η προοπτική περαιτέρω μειώσεων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οδηγεί τις τράπεζες σε δικλίδες ασφαλείας, προκειμένου να έχουν πάντα το υψηλότερο κέρδος. Της Ρόης Χάικου

Εκπλήξεις κρύβει το επιτόκιο των στεγαστικών δανείων που χορηγούνται εδώ και μερικές εβδομάδες. Οι νέες συμβάσεις προβλέπουν ότι όσο κι αν πέφτουν τα επιτόκια, είτε της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είτε το διατραπεζικό Euribor, ο πελάτης θα χρεώνεται με το επιτόκιο αναφοράς που τη δεδομένη χρονική στιγμή είναι ακριβότερο.
Τα πιστωτικά ιδρύματα στο σύνολό τους χορηγούν στεγαστικά με βάση το Euribor, αλλά επαναφέρουν στο προσκήνιο και το επιτόκιο της ΕΚΤ, καθώς βλέπουν ότι ήδη τα διατραπεζικά επιτόκια κινούνται στο όριο του 1,50% ή ακόμη και κάτω από αυτό.
Οι νέες συμβάσεις στεγαστικών δανείων αναφέρουν χαρακτηριστικά: «Εάν ο επιτοκιακός δείκτης αναφοράς (σ.σ. το Euribor μηνός ή τριμήνου) είναι μικρότερος του ισχύοντος, κατά την ημέρα προσδιορισμού του συμβατικού επιτοκίου, παρεμβατικού επιτοκίου ΕΚΤ, τότε ως επιτοκιακός δείκτης αναφοράς για τον υπολογισμό του συμβατικού επιτοκίου ορίζεται το ισχύον τη συγκεκριμένη ημέρα παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ».
Η πορεία των διατραπεζικών επιτοκίων αλλά και οι προθέσεις της ΕΚΤ, για εκ νέου των μείωση επιτοκίων πιθανότατα στο 1%, όπως έχει προαναγγείλει ο πρόεδρος της ευρωπαϊκής τράπεζας, κ. Ζαν Κλωντ Τρισε, έχει θορυβήσει τα πιστωτικά ιδρύματα. Και αυτό γιατί διαβλέπουν ότι υπάρχει η πιθανότητα ακόμη και το Euribor τριμήνου να κινείται χαμηλότερα του ΕΚΤ, ιδιαίτερα όσο θα αυξάνεται η ρευστότητα στο σύστημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι την Παρασκευή το Euribor μηνός έκλεισε στο 1,18% και το τριμήνου στο 1,574%. Αντίστοιχα, το Euribor εξαμήνου με βάση το οποίο δανείζονται οι τράπεζες κινείται λίγο πάνω από το 1,50% και έκλεισε την Παρασκευή στο 1,72%.
Στις συμβάσεις ο όρος για το επιτόκιο αναφοράς προβλέπει ότι ο πελάτης δανείζεται με Euribor μηνός ή τριμήνου, το οποίο είναι κατά κανόνα είναι ακριβότερο από το ΕΚΤ, το συν το προκαθορισμένο περιθώριο. Στην περίπτωση που το επιτόκιο της ΕΚΤ βρεθεί πιο υψηλά από το Euribor, τότε το επιτόκιο του δανειολήπτη θα μετατραπεί αυτόματα στο υψηλότερο, δηλαδή στο παρεμβατικό επιτόκιο του ευρώ και θα διατηρηθεί για όσο διάστημα αυτό κινείται ανοδικά. Όταν το Euribor αυξηθεί σε επίπεδα πάνω από το ΕΚΤ, τότε αντίστοιχα και το επιτόκιο αναφοράς του πελάτη θα συνδεθεί εκ νέου με το διατραπεζικό.
Τους τελευταίους 18 μήνες οι τράπεζες έχουν αλλάξει άρδην την πολιτική χρημαοδότησης που ακολουθούν στα στεγαστικά δάνεια, εστιάζοντας σε τρεις τομείς: Πρώτον, μέχρι και τις αρχές του 2008 οι περισσότερες χορηγούσαν στεγαστικά με βάση το ΕΚΤ και ορισμένες με Euribor μηνός. Από το καλοκαίρι και μετά δεν υπήρχε σύμβαση που να μην συνδέει το επιτόκιο δανεισμού με το Euribor τριμήνου.
Δεύτερον, πριν από ενάμιση- δύο χρόνια, τα περιθώρια προσαύξησης του επιτοκίου δεν ξεπερνούσαν το 1%, ενώ σήμερα ο μέσος όρος της αγοράς κινείται στο 2%.
Τέλος, ενώ το 2007 κάποιος μπορούσε να χρηματοδοτηθεί με ποσά που μπορεί να ξεπερνούσαν και το 80% της αξίας του ακινήτου, το 2008 τα δάνεια κάλυπταν το 75%, ενώ πλέον δύσκολα ξεπερνούν το 65%-70%.


http://www.e-tipos.com/content/staticfiles/issues/2009/03/23/230309%2023.pdf

«Φουσκώνουν» οι δόσεις
Εως και 35 ευρώ επιπλέον μηνιαίως το κόστος
από τη μεταβολή του επιτοκίου


Ακόμη και ακριβότερη δόση μπορεί να πληρώσουν οι δανειολήπτες στεγαστικού που στη σύμβαση τους προβλέπεται η αλλαγή του κυμαινόμενου επιτοκίου από Euribor σε ΕΚΤ και αντίστροφα.
Με βάση την μέχρι σήμερα πορεία των επιτοκίων αν το Euribor μηνός, το οποίο έχει φτάσει στο 1,18%, «γύριζε» σε ΕΚΤ, ο πελάτης θα επιβαρυνόταν μέχρι και 35 ευρώ το μήνα.
Έστω ότι κάποιος αποπληρώσει στεγαστικό δάνειο 200.000 ευρώ για 20 χρόνια με επιτόκιο Euribor μηνός + περιθώριο προσαύξησης 2%. Η δόση του σήμερα θα ήταν 1.139 ευρώ. Ωστόσο, το ΕΚΤ βρίσκεται πιο υψηλά, στο 1,50%, οπότε αυτόματα το επιτόκιό του θα συνδεθεί με αυτό και η δόση που θα διαμορφωθεί στα 1.172 ευρώ. Η επιβάρυνση αυτή στην 20ετία ανέρχεται σε 7,920 ευρώ.
Το μικρότερο δυνατό όφελος από τις μελλοντικές μειώσεις των επιτοκίων θα έχουν οι δανειολήπτες με επιτόκιο Euribor τριμήνου, το οποίο βρίσκεται πιο κοντά στο ΕΚΤ, με βάση αυτήν την αλλαγή των επιτοκίων.
Τον προηγούμενο μήνα το μέσο επιτόκιό του βρισκόταν 1,68% και η συνολική του δόση ανερχόταν σε 1.191 ευρώ. Αν το Euribor υποχωρήσει στο 1,45%, η μηνιαία καταβολή του θα πρέπει να διαμορφωθεί στα 1.166 ευρώ, κερδίζοντας 25 ευρώ το μήνα. Ωστόσο, με την πρακτική της «αλλαγής» επιτοκίου σε ΕΚΤ, η δόση του θα περιοριστεί στα 1.172 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι ο πελάτης θα κερδίσει τελικά 17 ευρώ και η τράπεζα θα επωφεληθεί τα υπόλοιπα 8 ευρώ.
Αν το Euribor τριμήνου υποχωρήσει από το 1,57% που είναι σήμερα στο 1,45%, η δόση από σχεδόν 590 ευρώ θα έπρεπε να μειωθεί στα 583 ευρώ. Αλλάζοντας το επιτόκιο σε ΕΚΤ, η καταβολή θα γίνει 586 ευρώ.

Υπερδιπλάσια μέσα σε 3 μήνες τα φέσια


http://www.e-tipos.com/content/staticfiles/issues/2009/04/16/160409%2020.pdf


ΕΚΡΗΞΗ 242% ΣΤΙΣ ΑΚΑΛΥΠΤΕΣ ΕΠΙΤΑΓΕΣ,
ΑΣΦΥΚΤΙΑ Η ΑΓΟΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΡΕΥΣΤΟΤΗ

Σχεδόν 1.000 άτομα μπαίνουν κάθε μέρα στη μαύρη λίστα του «Τειρεσία», με
τις συνολικές εγγραφές να έχουν ξεπεράσει το 1,1 εκατομμύριο. Της Ρόης Χάικου

Σε «ναρκοπέδιο» αξίας πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ πατάει ο επιχειρηματικός κόσμος και κατ’ επέκταση η ελληνική οικονομία, των οποίων η ρευστότητα καλύπτεται σε σημαντικό ποσοστό από επιταγές και μάλιστα μεταχρονολογημένες. Η αγορά κατακλύζεται από ακάλυπτες επιταγές και διαταγές πληρωμής για κατασχέσεις, ενώ υπολογίζεται ότι 1,1 εκατομμύρια Έλληνες βρίσκονται ήδη στη «μαύρη» λίστα του Τειρεσία.
Οι ακάλυπτες επιταγές σημείωσαν άνοδο σε αξία 242% τον Μάρτιο σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα πέρυσι, με αποτέλεσμα στο πρώτο τρίμηνο του έτους περισσότερα από 712 εκατ. ευρώ να βρίσκονται στον αέρα από 70.505 επιταγές που έχουν σφραγιστεί.
Η αγορά ασφυκτιά όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Τειρεσίας, καθώς μαζί με τις απλήρωτες συναλλαγματικές τα συνολικά φέσια προσέγγισαν τα 772 εκατ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο όταν την ίδια περίοδο πέρυσι ήταν 280 εκατ. ευρώ. Μόνο τον Μάρτιο εντοπίστηκαν 26.769 ακάλυπτες επιταγές ονομαστικής αξίας 263,8 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 18,6% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα.
Οι απλήρωτες συναλλαγματικές ανήλθαν σε 11.854 τεμάχια, αξίας 18,3 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 16,6% αντίστοιχα σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα. Σε σχέση με τον Μάρτιο του 2008, η αύξηση της αξίας τους ήταν 101,1.
Παράγοντες της αγοράς ανέφεραν ότι από τον προηγούμενο μήνα ξεκίνησαν να λήγουν οι εξάμηνες επιταγές που εκδόθηκαν πέρυσι από το φθινόπωρο, όταν η οικονομική κρίση έφτασε και στην Ελλάδα, εκτιμώντας ότι από δω πέρα η κατάσταση θα είναι κρίσιμη. Οι επιχειρηματίες θεωρούν «βαρόμετρο» το καλοκαίρι και την πορεία του τουρισμού. Και αυτό γιατί από τον Ιούνιο θα σημάνει η ώρα της πληρωμής για τις επιταγές με ισχύ εννεαμήνου, που πλέον αποτελούν κανόνα στην αγορά.
Μάλιστα, δεν διστάζουν να προβλέψουν ότι η «τρύπα» των 770 εκατ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο μπορεί να ανέλθει σε 1,5 δισ. ευρώ στο εξάμηνο, ξεπερνώντας κάθε προηγούμενο αρνητικό ρεκόρ, αν οι εκδότες των επιταγών δεν βρουν ρευστό για να καλύψουν τα «ανοίγματά» τους.
Από την εισαγωγή του ευρώ το 2001, ο χειρότερος χρόνος από πλευράς φεσιών ήταν το 2005, όπου σφραγίστηκαν συνολικά 1,464 δισ. ευρώ, ενώ πέρυσι οι επιταγές χωρίς αντίκρισμα ανήλθαν σε 1,291 δισ.
Η σφράγιση μιας επιταγής συνεπάγεται και ένα νέο όνομα στη «μαύρη» λίστα του Τειρεσία. Υπολογίζεται ότι κάθε μήνα προστίθενται 25.000 νέες καταχωρήσεις φυσικών και νομικών προσώπων.


rhaikou@e-tipos.com



Η εξέλιξη των ακάλυπτων επιταγών
ΕΤΟΣ ΑΞΙΑ (σε εκατ. ευρώ)
2001 486,974
2002 629,596
2003 769,398
2004 1.024,822
2005 1.464,418
2006 1.202,135
2007 921.881
2008 1.291,357
Α τρίμηνο 2009 712,65
ΠΗΓΗ: ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

«Περάστε από τον... ιατρό μας»


http://www.e-tipos.com/content/staticfiles/issues/2009/04/21/210409%2024.pdf

Σε τσεκ-απ υποβάλλονται οι υποψήφιοι δανειολήπτες για ποσά άνω των €200.000



Ιατρικό φάκελο φτιάχνουν οι ασφαλιστικές εταιρίες στους υποψηφίους δανειολήπτες στεγαστικού πριν δεχθούν να τους καλύψουν. Πρόκειται για διαδικασία που ακολουθείται όταν το ποσό της χορήγησης είναι μεγάλο, καθώς αν δεν προηγηθεί το τσεκ απ, η ασφαλιστική δεν δέχεται να καλύψει τον δανειολήπτη για κινδύνους ζωής.
Όταν οι ενδιαφερόμενοι για στεγαστικό δάνειο ζητούν την χορήγηση ποσών από 200.000 ευρώ και άνω και επιλέξουν την ασφάλιση ζωής, οι ασφαλιστικές τους περνούν από μια σειρά ιατρικών εξετάσεων, προκειμένου να έχουν εικόνα της κλινικής τους κατάστασης. Αν και η ασφάλεια ζωής του δανειολήπτη δεν είναι υποχρεωτική, όπως η κάλυψη του ακινήτου για φωτιά και σεισμό, οι τράπεζες την προωθούν γιατί με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζουν ότι το δάνειο θα αποπληρωθεί ό,τι κι αν συμβεί.
«Αισθανόμαστε συχνά ότι δεν εργαζόμαστε σε τράπεζα, αλλά σε μικροβιολογικό εργαστήριο» ανέφερε χαριτολογώντας στέλεχος του τμήματος στεγαστικών δανείων μεγάλου ιδιωτικού πιστωτικού ιδρύματος. Και αυτό γιατί η έκθεση της ασφαλιστικής εταιρίας με τον ιατρικό έλεγχο του πελάτη φθάνει στα γραφεία των τραπεζών. Αν τα ευρήματα δεν είναι ανησυχητικά, τότε η ασφάλεια ζωής προχωρά κανονικά. Αν για κάποιο λόγο η ασφαλιστική δεν δεχθεί να καλύψει τον πελάτη για το 100% του δανείου, τότε ή γίνεται κάλυψη για μικρότερο ποσό ή η τράπεζα προχωρά τις διαδικασίες του δανείου χωρίς να κάνει ασφάλεια ζωής.
Ενδεικτικά, το κόστος ασφάλειας ζωής για τον πρώτο χρόνο δανείου ύψους 100.000 κυμαίνεται από 350 μέχρι 500 ευρώ, ενώ υπάρχει και φορολογικό όφελος, καθώς τα ασφάλιστρα ζωής – μέχρι του ποσού των 1.200 ευρώ το χρόνο- εκπίπτουν από την εφορία.

Δάνεια με «face control»


http://www.e-tipos.com/content/staticfiles/issues/2009/04/21/210409%2024.pdf

Αυστηρό σύστημα ελέγχου, με βάση το επάγγελμα κάνουν πλέον οι τράπεζες πριν δεχθούν να χορηγήσουν δάνειο, βάζοντας στη «μαύρη λίστα» όσους απασχολούνται σε τομείς που πλήττονται άμεσα από την κρίση.
Ξενοδοχοϋπάλληλοι, εποχικά εργαζόμενοι, προσωπικό τουριστικών επιχειρήσεων, αλλά και όσοι απασχολούνται σε είδη πολυτελείας, όπως οι αντιπροσωπείες αυτοκινήτων είναι μερικοί από τους «ανεπιθύμητους» δανειολήπτες. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν οι απασχολούμενοι στις οικοδομές και σε υπηρεσίες που κινούνται στην αγορά του real estate, όπως μεσίτες, εταιρίες διαμεσολάβησης, ακόμη και ασφαλιστές.
Κορυφαίο τραπεζικό στέλεχος ανέφερε στον ΕΤ ότι «διερωτώμαστε ποιοι επαγγελματίες δεν επηρεάζονται τόσο έντονα από την κρίση και αν η απάντηση είναι θετική, προχωράμε πιο εύκολα στην έγκριση του δανείου». Ως αποτέλεσμα, τους τελευταίους μήνες οι υπάλληλοι ξενοδοχείων, οι πωλητές αυτοκινήτων και μια σειρά άλλων επαγγελματιών βρίσκουν κλειστές τις πόρτες των τραπεζών. Τα πιστωτικά ιδρύματα περνούν από εξονυχιστικό έλεγχο τα οικονομικά στοιχεία του υποψηφίου δανειολήπτη, προκειμένου να περιορίσουν τον πιστωτικό κίνδυνο. Ιδιαίτερα ανησυχούν για επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα και οι οποίες ενδέχεται να προχωρήσουν σε απολύσεις και έτσι δεν δανειοδοτούν τους εργαζόμενους ή χορηγούν εντέλει μικρότερο ποσό από αυτό που έχει αρχικά ζητηθεί.
Στην «γκρι λίστα» περιλαμβάνονται και εκείνοι που δεν έχουν σταθερή εργασία, αλλά και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, από τους οποίους ζητείται υψηλότερο εισόδημα καθώς το ενδεχόμενο να «πληγούν» από την κρίση είναι μεγαλύτερο. «Πλέον χορηγούμε μικρότερα δάνεια και σε όσους έχουν μεν οικονομική επιφάνεια, αλλά αυτή δεν αντανακλάται στις φορολογικές τους δηλώσεις, όπως είναι γιατροί και δικηγόροι», εξηγούσε αρμόδιο στέλεχος από τη διεύθυνση στεγαστικών δανείων μεγάλης τράπεζας.
Η παραμονή στον ίδιο εργοδότη για πάνω από 5 ή 7 χρόνια θεωρείται «ατού» για να εγκριθεί το δάνειο, ενώ αντίθετα οι… μεταγραφές αιτία για να απορριφθεί. Εξίσου σημαντικό πλέον είναι και το όνομα του εργοδότη. Οι τράπεζες δίνουν πιο εύκολα δάνειο σε εργαζόμενο μεγάλης ιδιωτικής εταιρείας ακόμη και αν ο μισθός του είναι χαμηλότερος από ότι ο αντίστοιχος ενός υπαλλήλου μικρής εταιρείας. Ως «κακοπληρωτές» καταγράφονται από τις τράπεζες οι οδηγοί (ταξί, λεωφορείων, φορτητών) και οι σύμβουλοι επιχειρήσεων, οπότε και τα αιτήματά τους διπλοεξετάζονται.
Στην «κόκκινη» κατηγορία βρίσκονται και όσοι έχουν μεγάλη έκθεση σε δάνεια. Ακολουθώντας τις συστάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, οι τραπεζίτες σημειώνουν ότι δίνουν έμφαση ώστε οι συνολικές δόσεις του πελάτη να μην υπερβαίνουν το 40% των συνολικών εισοδημάτων του.
Ασφαλέστεροι πελάτες θεωρούνταν ανέκαθεν οι απασχολούμενοι στο δημόσιο τομέα. Εκπαιδευτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι, γιατροί είναι στην πλειοψηφία τους συνεπείς στην αποπληρωμή των δόσεων. Ακολουθούν οι δικηγόροι, τραπεζικοί και υπάλληλοι των ΔΕΚΟ.
Από κόσκινο περνάνε πλέον και οι αιτήσεις των οικονομικών μεταναστών για στεγαστικά δάνεια. Και αυτό γιατί όπως αναφέρουν οι τραπεζικοί, αφενός δεν δηλώνουν μεγάλο εισόδημα και αφετέρου το τελευταίο διάστημα αυξάνονται όσοι μένουν άνεργοι. Προκειμένου να τους χορηγηθεί δάνειο οι τράπεζες ζητούν αποδεικτικό εργοδοτικών εισφορών, αλλά και Έλληνα υπήκοο ως εγγυητή.

Λογικός θετικισμός & μεταθετικιστικά Παραδείγματα


Θ.Ε.: ΕΠΟ 12

ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 3Η

ΜΑΡΤΙΟΣ 2008

Θέμα: Έως τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα ο βασικός πυρήνας της επιστήμης της Γεωγραφίας είναι ο λογικός θετικισμός. Στη συνέχεια ωστόσο δημιουργήθηκαν μεταθετικιστικά Παραδείγματα που άλλαξαν τους επιστημολογικούς προσανατολισμούς της και που ταυτόχρονα ανταποκρίθηκαν σε νέες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες.
Α) Αναλύστε τις βασικές αιτίες που οδήγησαν την επιστήμη της Γεωγραφίας στη μετάβαση από την ποσοτική επανάσταση και τον λογικό θετικισμό σε μεταθετικιστικά Παραδείγματα, τη φύση και τις ιδιαιτερότητες των Παραδειγμάτων αυτών, την κριτική τους στάση απέναντι στην ποσοτική επανάσταση καθώς και τις επιπτώσεις που είχαν στην εξέλιξη της Γεωγραφίας και στις σχέσεις της με άλλες επιστήμες.
Β) Αναφερθείτε ειδικότερα στο Παράδειγμα της πολιτικο-οικονομικής προσέγγισης, εξηγώντας ποιες βασικές της έννοιες συνέβαλλαν στη μελέτη της κοινωνικής και χωρικής οργάνωσης στη μεταπολεμική Ευρώπη. Σχολιάστε ακόμα τις αναλυτικές δυνατότητες και τους περιορισμούς της παραπάνω προσέγγισης χρησιμοποιώντας παραδείγματα από τον μεσογειακό χώρο.
Η εργασία σας θα πρέπει να είναι μεγέθους περίπου 3.000 λέξεων που θα πρέπει να κατανεμηθούν σχετικώς ισόρροπα ανάμεσα στις δυο ενότητες του θέματος.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΛΕΞΕΩΝ:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 2
1. Τα αίτια της μετάβασης από την ποσοτική επανάσταση και τον λογικό θετικισμό στα μεταθετικιστικά Παραδείγματα 2-3
2. Πριν την καθιέρωση της Κριτικής Γεωγραφία 3-4
3. Η μετα-θετικιστική Γεωγραφία 4-5
4. Πολιτικο-οικονομική προσέγγιση 5-7
5. Χωρική διαίρεση της εργασίας 7-8
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 8
Βιβλιογραφία 9


ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Στη διάρκεια των δύο πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών του 20ου αιώνα, συντελέστηκε η ποσοτική επανάσταση, δηλαδή η έμφαση στις ποσοτικές πτυχές των οικονομογεωγραφικών φαινομένων που είχε ήδη εισαγάγει η γερμανική σχολή χωροθέτησης. (Κουρλιούρος, 2001: 53) Οι Γεωγράφοι αρχίζουν να μιλούν με όρους «επιστημονικών επαναστάσεων», Παραδειγμάτων, τα οποία σύμφωνα με τον Kuhn είναι κοσμοθεωρίες, μια σειρά από αξιώματα που ενστερνίζεται μια συγκεκριμένη επιστημονική κοινότητα, και επιστημολογιών.
Από το 1960 αναδύεται στη Γεωγραφία ένα νέο Παράδειγμα, με την υιοθέτηση του λογικού θετικισμού και την ποσοτικοποίηση της ανάλυσης. Οι Γεωγράφοι «φυσκοποιούν» τα κοινωνικά φαινόμενα με την αναπαράστασή τους σε μοντέλα και θεματικούς χάρτες, ώστε η ανάλυση αυτή να εντάσσεται στο παράδειγμα του λογικού θετικισμού.
Στην παρούσα εργασία θα αναλύσουμε πώς οι κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που συντελέστηκαν στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα άλλαξαν τους προσανατολισμούς της Γεωγραφίας υιοθετώντας τα μεταθετικιστικά Παραδείγματα, ώστε να ανταποκριθούν στα νέα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά δεδομένα. Ιδιαίτερα θα σταθούμε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όπου σηματοδοτούν την «απεμπλοκή της σύγχρονης Ανθρωπογεωγραφίας από το λογικό θετικισμό και το άνοιγμα σε έναν πολυδιάστατο χώρο σε αλληλεπίδραση με την κοινωνία» (Λεοντίδου 2005: 186).
Επίσης θα αναφερθούμε στη μετάβαση από τον κατακερματισμό της Γεωγραφίας και την πολυεπιστημινικότητα στην διεπιστημονικότητα και τη μελέτη των γεωγραφικών φαινομένων και της σχέσης χώρου και κοινωνίας μέσα από τη συνένωση επιστημών. Όπως αναφέρει η Λεοντίδου (2005: 149): «η διεπιστημιονικότητα συνίσταται στη μελέτη των γεωγραφικών φαινομένων και της σχέσης χώρου και κοινωνίας μέσα από τη συνένωση επιστημών και το συνδυαμσό της κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής, πολιτισμικής, ιστορικής και φυσικής Γεωγραφίας ως προσεγγίσεων που συνορεύουν μεταξύ τους και δεν νοείται να διαχωρίζονται».
Τέλος, θα εστιάσουμε στο Παράδειγμα της πολιτικο-οικονομικής προσέγγισης, η οποία αναζητά τις επιπτώσεις της παραγωγικής αναδιάρθρωσης στον γεωγραφικό χώρο.


Τα αίτια της μετάβασης από την ποσοτική επανάσταση και τον λογικό θετικισμό στα μεταθετικιστικά Παραδείγματα
Τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και ολόκληρη η δεκαετία του 1970 επέφεραν μια περίοδο έντονων κοινωνικών αναζητήσεων και διεκδικήσεων, με επίκεντρο τον άνθρωπο. Η περίοδος αυτή σηματοδότησε, όπως εξηγεί ο Κουρλιούρος (2007: 282): «κρίσιμα σημεία καμπής στην ιστορία της καπιταλιστικής ανάπτυξης».
Από τις διεκδικήσεις των φοιτητών και των νέων του Μάη του ’68 στο Παρίσι, στα κινήματα διαμαρτυρίας κατά του πολέμου στο Βιετνάμ στις ΗΠΑ και σε ευρωπαϊκές χώρες. Ακόμη, εκδηλώθηκαν διαμαρτυρίες κατά του ρατσισμού, η διεκδίκηση των δικαιωμάτων της γυναίκας μέσω του φεμινιστικού κινήματος, τα «παιδιά των λουλουδιών» κλπ.
Αλλά και οι δύο πετρελαϊκές κρίσεις (1973-1974 και 1978-79) και το κύμα αποβιομηχάνισης που σάρωσε σχεδόν όλες τις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις και περιφέρειες των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, η διόγκωση της ανεργίας και του πληθωρισμού, μετασχημάτισαν δραματικά τη γεωγραφία της παραγωγής και της ανάπτυξης του καπιταλιστικού κόσμου.
Υπό αυτές τις τόσο έντονες κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, τα όρια του μεταπολεμικού φορντιστικού-τεϊλορικού μοντέλου, το οποίο στηρίζεται στην μαζική παραγωγή με ταυτόχρονη μαζική κατανάλωση και χρησιμοποιεί τον εργάτη ως εξάρτητα της «αλυσίδας εργασίας» (ΕΜ, Λεοντίδου 2001: 53), τέθηκαν σε αμφισβήτηση. Οι αλλαγές αυτές στη χωρική οικονομία δεν μπορούσαν πλέον να γίνουν κατανοητές μέσα από το εξωκοινωνικό μοντέλο θεώρησης του «ορθολογιστή οικονομικού ανθρώπου». Απαιτούσαν νέα μεθοδολογική προσέγγιση βασισμένη σε ολιστικές κοινωνικο-οικονομικές, πολιτικές και κριτικές ερμηνείες της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στο χώρο.
Η ουσιαστική επιστημονική ρήξη με όλες τις προηγούμενες οικονομικογεωγραφικές σχολές σκέψης πραγματοποιείται τη δεκαετία του 1970, όταν αναδύεται μια ριζοσπαστική και κριτική οικονομική Γεωγραφία με βασικό σημείο αναφοράς τη μαρξιστική πολιτική οικονομία και με συγγενείς πριοσδιοριοστικούς τίτλους όπως ριζοσπαστική ή κριτική σχολή. (Κουρλιούρος, 2001: 56), παράλληλα με το κίνημα για κοινωνική συμβολή που κέρδιζε έδαφος ανάμεσα στους νεαρούς γεωγράφους. Η ανάγκη να ληφθεί σοβαρά υπόψη ο ανθρώπινος παράγοντας και να μελετηθεί η αλληλεξάρτηση της κοινωνίας, των φυσικών συνθηκών και του χώρου οδήγηση στην ανάπτυξη νέων εναλλακτικών Παραδειγμάτων.
Η χωροθέτηση δεν αποτελεί πλέον το αποκλειστικό αντικείμενο και οι ποσοτικές μέθοδοι έρευνας συμπλέουν σε πολλές περιπτώσεις με τις ποιοτικές. Μετά την κοινωνική και οικονομική «επανάσταση» της δεκετίας του 1970 θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η οικονομική γεωγραφία επεδίωκε «πέρα από τη μέτρηση και περιγραφή των ποσοτικών πτυχών των οικονομογεωγραφικών φαινομένων, την ανάλυση και κατανόηση βαθύτερων αιτίων». (Κουρλιούρος, 2001: 49-50).
Μέχρι τη δεκαετία του 1960 ο θετικισμός επέβαλλε στη Γεωγραφία τη μονοδιάστατη οπτική, την πολυεπιστημονικότητα και τον κατακερματισμό.
Για τη νέα κριτική Γεωγραφία η κατανόηση του κοινωνικού γίγνεσθαι και της συγκρότησης του χώρου θεωρούνται αλληλένδετα. Η γεωγραφία, όπως έχει υποστηρίξει η Λεοντίδου (2001: 59): «περνά από την ανάλυση του χώρου, στην ανάλυση των φαινομένων στο χώρο και στη διεπιστημονική θεώρηση των φαινομένων του χώρου». Με την υιοθέτηση της διεπιστημονικότητας κατορθώνει η μεταθετιστική Γεωγραφία να ολοκληρώσει τη μελέτη σύνθετων φαινομένων, όπως η μετανάστευση, η άνιση ανάπτυξη κλπ.


Πριν την καθιέρωση της Κριτικής Γεωγραφίας
Πρωτού ωριμάσουν τα μετα-θετικιστικά Παραδείγματα, προηγήθηκε μια μερική απαγκίστρωση από το θετικισμό, όταν κάποιοι γεωγράφοι ήδη από το 1960 μίλησαν για κοινωνικές αξίες και ιδεολογία. Ανοίγοντας καθ’ αυτόν τον τρόπο τον δρόμο, λίγο πριν την επικράτηση της Κριτικής Γεωγραφίας, οι γεωγράφοι στα μέσα της δεκαετίας του ’60 οδηγήθηκαν στη συγκρότηση πολλών μεταβατικών Παραδειγμάτων, όπως η Συμπεριφορική, η Ανθρωπιστική, η Φιλελεύθερη και η Ριζοσπαστική ή και Μαρξιστική Γεωγραφία. Τα εν λόγω Παραδείγματα υποστήριζαν ότι ο ανθρώπινος παράγοντας και η αντίληψη αποτελούν μια σοβαρή μεταβλητή που αξίζει να ληφθεί υπόψη, αν και μόλις τη δεκαετία του 1970 έγινε αποδεκτή ως έγκυρη η στροφή προς τον ανθρωπισμό. Σύμφωνα με την Λεοντίδου (2001: 62) «όλες αυτές, πλην της Συμπεριφορικής Γεωγραφίας, αντιμετώπισαν κριτικά την Ποσοτική επανάσταση και τον θετικισμό».
Η Συμπεριφορική Γεωγραφία κινείται στο πλαίσιο του θετικισμού, αλλά διαφοροποιείται κατάτι από την Ποσοτική Γεωγραφία προτείνοντας τον «κοινωνικό άνθρωπο» στη θέση του «οικονομικού ανθρώπου».
Η Ανθρωπιστική Γεωγραφία απορρίπτει τον ντετερμινισμό του θετικισμού και προβάλλει την ελεύθερη βούληση των ανθρώπων. Και οι δύο στρέφουν το ενδιαφέρον τους στον παράγοντα άνθρωπο, σε αντίθεση με τη Φιλελεύθερη και την Ριζοσπαστική, οι οποίες δίνουν έμφαση στις ευρύτερες οικονομικές κοινωνικές δομές. Η Λεοντίδου (2001: 65) σημειώνει σχετικά: «τόσο η Ριζοσπαστική όσο και η Φιλελεύθερη Γεωγραφία έχουν ως επίκεντρο της ανάλυσής τους τις κοινωνικές ανισότητες και την προσπάθεια άμβλυνσής τους μέσα από ενεργή πολιτική συμμετοχή και δράση. Βασική διαφορά μεταξύ των δύο είναι η μορφή της πολιτικής δράσης που προτείνουν».
Η Φιλελεύθερη Γεωγραφία περιορίζεται στον χώρο της κατανάλωσης και της κοινωνικής αδικίας, παραπέμποντας έτσι σε «διορθωτική» πολιτική δραστηριότητα. Η Ριζοσπαστική Γεωγραφία, αντίθετα, κάνει κριτική στον διαχωρισμό παραγωγής και κατανάλωσης, ενώ παράλληλα τονίζει και τον πολιτικά αντιδραστικό χαρακτήρα του διαχωρισμού των ατόμων σε παραγωγούς και καταναλωτές.


Η μετα-θετικιστική Γεωγραφία
Η σύγχρονη κοινωνικο-γεωγραφική προσέγγιση, σύμφωνα με τον Χωριανόπουλο, διαμορφώθηκε τις δεκαετίες 1980-1990 σε μια προσπάθεια επανεκτίμησης και ελέγχου των παγιωμένων κοινωνικών κατηγοριών υπό το πρίσμα της διεπιστημονικότητας. Η μετα-θετιστική Γεωγραφία, η οποία βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, από τη δεκαετία του 1990 που παρουσιάσθηκε εκφράστηκε μέσα από τρία ρεύματα:
1) το Παράδειγμα της πολιτικο-οικονομικής προσέγγισης, όπου δίδεται έμφαση στις κοινωνικές-οικονομικές δομές και τονίζεται η σημασία της οικονομικής αναδιάρθρωσης στην συγκρότηση του χώρου.
Η πολιτικοοικονομική προσέγγιση βασίζεται στον κριτικό ρεαλισμό και στη θεωρία της ρύθμισης (Λεοντίδου 2001: 69).
Στο πλαίσιο του νέου κριτικού ριζοσπαστικού γεωγραφικού Παραδείγματος, όπως υποστηρίζει ο Κουρλιούρος (2001: 97-98) «τα εννοιολογικά όρια ανάμεσα στην οικονομική, την κοινωνική, την πολιτική και την πολιτιστική Γεωγραφία τείνουν να αλληλοκαλύπτονται». Γι’ αυτό και η νέα κριτική ριζοσπαστική Γεωγραφία ήταν το πρώτο μεταθετικιστικό Παράδειγμα που εισήγαγε μια διεπιστημονική κατανόηση του χώρου, μια «συνθετική συνεύρεση του οικονομικού με το κοινωνικό, το πολιτικό και το πολιτιστικό επίπεδο της χωρικής ανάπτυξης και αλλαγής», καταλήγει ο ίδιος.
2) «Πολιτιστική στροφή» – Μεταμοντέρνα Γεωγραφία. Στο Παράδειγμα αυτό δίνεται έμφαση στον ανθρώπινο παράγοντα, τονίζεται η πολιτισμική ταυτότητα και η διαφορετικότητα και τίθεται για πρώτη φορά το θέμα του διαχωρισμού του «πολιτιστικού» από το «πολιτισμικό», όπως αναφέρει η Λεοντίδου (2001: 71-72). Η πολιτιστική στροφή οφείλεται στις παγκόσμιες γεωπολιτικές αλλαγές και στη διαπίστωση νέων αντιθέσεων και συγκρούσεων οι οποίες τονίζουν την πολιτισμική ταυτότητα που διαφοροποιείται ως ένα βαθμό από τις μέχρι τώρα κοινωνικές διαστάσεις: φυλή, θρησκεία, εθνικότητα, κ.λπ. Ο Χωριανόπουλος (2007: 156) αναφέρει ότι «υπάρχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά κοινωνικών κατηγοριοποιήσεων (της τάξης, του φύλου και της φυλής) αλλά και κοινωνικών ομάδων (μετανάστες, νοικοκυρές, παραβατικοί έφηβοι, ανύπαντρες μητέρες, μουσουλμάνοι, μειονότητες, εργάτες, προλετάριοι κ.ά) που προσδιορίζουν ως ουσιώδη και τα υποκείμενα των ομάδων αυτών».
Και στα δύο Παραδείγματα θα μπορούσαμε να πούμε ότι οριστικοποιείται η μετάβαση από την πολυεπιστημονικότητα στη διεπιστημονικότητα, καθώς η κοινωνική, ιστορική, πολιτική και οικονομική Γεωγραφία συνενώνονται με σκοπό τη μελέτη της άνισης ανάπτυξης και ειδικότερα της χωρικής διαφοροποίησης σε διεθνές, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
Χαρακτηριστικά ο Κουρλιούρος (2001: 105) σημειώνει ότι «οι ερευνητικοί προσανατολισμοί της κριτικής οικονομικής Γεωγραφίας κατά τη δεκαετία του 1990 επιβεβαιώνουν τη τάση διεπιστημονικής σύνδεσης των οικονομικών και των πολιτιστικών πτυχών των γεωγραφικών φαινομένων, μια τάση που έχει αποκληθεί «πολιτιστική στροφή». Σε κάθε περίπτωση και όπως μπορεί κανείς εύλογα να αντιληφθεί, η διεπιστημονικότητα δεν ήταν ευπρόσδεκτη από τους θετικιστές γεωγράφους, οι οποίοι προέβαλαν σθεναρή αντίσταση και επέμεναν να κατακερματίσουν την επιστήμη τους. Ωστόσο, η Λεοντίδου (2005: 152) καταγράφει και μια αρνητκή πλευρά της διεπιστημονικότητας σήμερα «που έχει διαδοθεί παντού». Με το πρόσχημα της διεπιστημονικότητας μπορεί κανείς να εξέλθει από την επιστημονική αναζήτηση προς τον εκλεκτικισμό, την περιγραφή και την παρουσίαση συλλογής δεδομένων.
3) Οικο-Γεωγραφία, όπου η έννοια του χώρου διευρύνεται για να συμπεριλάβει την φύση. Συνενώνονται και συνδυάζονται ακόμα και οι ίδιες οι Γεωγραφίες (π.χ. Φυσική Γεωγραφία και Ανθρωπογεωγραφία) προκειμένου να γίνει δυνατή η μελέτη και της τοπικής όσο και της διεθνούς χωρικής διαφοροποίησης (Λεοντίδου 2005 :204).


Πολιτικο-οικονομική προσέγγιση
Η πολιτικο-οικονομική προσέγγιση που εξετάζουμε στην παρούσα ενότητα, αναζητά τις επιπτώσεις της παραγωγικής αναδιάρθρωσης στο γεωγραφικό χώρο. Η Λεοντίδου (2005: 239-240) επισημαίνει ότι «υιοθετώντας την επιστημολογία του κριτικού ρεαλισμού, καθώς και τη θεωρία της ρύθμισης, η πολιτικο-οικονομική προσέγγιση στη Γεωγραφία ερμηνεύει τα τοπία που δημιουργούνται από διαδοχικές μεταβολές καθεστώτων συσσώρευσης σε μια νέα προσέγγιση στην ερμηνεία της άνισης ανάπτυξης που αποκρυσταλλώθηκε τη δεκατία του 1980».
Σύμφωνα με τη θεωρία της ρύθμισης, η οικονομική αναδιάρθρωση συμπαρασύρει και άλλες αναδιαρθρώσεις, πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές. Υπό αυτό το πρίσμα, η πολιτικο-οικονομική προσέγγιση στη Γεωγραφία αν και δίνει πάλι προτεραιότητα στις οικονομικές διαδικασίες, εισάγει τώρα και πολιτικές διαστάσεις μέσω της θεωρίας της ρύθμισης: η δομή ξανασυναντιέται με τον ανθρώπινο φορέα.
Ο φορντισμός εισήλθε από την περίοδο του 1970 σε μια παρατεταμένη κρίση, αναδιάρθρωση και γεωγραφική αναδιάταξη. «Ο φορντισμός συνδέθηκε άρρηκτα με τη γεωγραφική ανισότητα, δηλαδή με την κυριαρχία μεγάλων αστικών βιομηχανικών συμπλεγμάτων, τα οποία δημιουργούσαν μια αυτοτροφοδοτούμενη δυναμική άνισης ανάπτυξης του χώρου», όπως υπογραμμίζει ο Κουρλιούρος (2001: 204).
Η εμφάνιση της ευέλικτης συσσώρευσης, εμπνευσμένη από την ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία Toyota, στηρίχτηκε στη λογική της κατα παραγγελίας «παραγωγής τότε που χρειάζεται» σε αντιδιαστολή με το φορντικό μοντέλο «παραγωγής για όταν χρειαστεί» (Λεοντίδου 2001: 69), με αυξημένες δυνατότητες ώστε να προσαρμόζονται οι διαδικασίες παραγωγής ανάλογα με τη ζήτηση, χωρίς να έχει επιπτώσεις στην αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων. Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει ότι το φορντικό μοντέλο εγκαταλήφθηκε, καθώς ακόμη και σήμερα πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι χαρακτηρίζει αρκετούς κλάδους παραγωγής.
Η πολιτικο-οικονομική προσέγγιση στη Γεωγραφία προσφέρει μια νέα οπτική στο Παράδειγμα του κριτικού ρεαλισμού: την ανάλυση της χωρικής διαίρεσης (ή τους χωρικούς καταμερισμούς εργασίας). Η κυριότερη συνεισφορά των θεωριών της πολιτικο-οικονομικής προσέγγισης εντοπίζεται στην ανάλυση και την ερμηνεία των τόπων. Η χωρική διαίρεση της εργασίας μεταβάλλεται ή αλλιώς οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης και παραγωγής δημιουργούν νέα χωροθέτηση της εργασίας (Λεοντίδου 2005: 244).
Την περίοδο αυτή διαπιστώνουμε ότι χρησιμοποιούνται βιοτεχνικές μορφές εργασίας σε μικρές μονάδες, διαδίδεται η κατ’ οίκον εργασία και η υπεργολαβία (Λεοντίδου 2005: 241). Αυτές οι μορφές απασχόλησης επιβιώνουν ακόμη και σήμερα στις Μεσογειακές χώρες, αλλά και την Ανατολική Ευρώπη. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα στην ΕΕ των 25 σε αδήλωτη-μαύρη εργασία, σε πσοστό που φτάνει το 20% του ΑΕΠ.
Αυτές οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης δεν συνδέονται πλέον με την προβιομηχανοποίηση και τις χειρωνακτικές μορφές παραγωγής, αλλά με την τεχνολογία, η οποία μπορεί να χωροθετήσει διαφορετικά την εργασία και την παραγωγή. Όπως σημειώνει στο Εγχειρήδιο Μελέτης η Λεοντίδου (2001: 69-70), «η ανάγκη για χωροθέτηση σε μεγάλα αστικά συγκροτήματα για την άντληση πολυάριθμου εργατικού δυναμικού ατονεί και η παραγωγή αποκεντρώνεται». Ενδεικτικά, οι πρώτες πόλεις που αποβιομηχανοποιήθηκαν στην Ελλάδα ήταν η Αθήνα (έχασε την Πυρκάλ και τις βιομηχανίες ενδυμάτων προς τα Βαλκάνια) και η Θεσσαλονίκη, ακολούθησε η Πάτρα κλπ. Στον αντίποδα διογκώθηκε η άτυπη οικονομία, η διάχυτη εκβιομηχάνηση, αλλά και η ευέλικτη συσσώρευση (Λεοντίδου 2005: 250). Η Ιταλία χαρακτηρίστηκε από την πόλωση Βορρά – Νότου και την άνιση ανάπτυξη της δεκαετίας του 1950. Δύο δεκαετίες μετά το τοπίο άλλαξε: από τους εργατικούς αγώνες στις πόλεις του Βορρά το 1969, μεγάλες επιχειρήσεις, ακόμα και η Fiat, αποκέντρωσαν την παραγωγή τους στις βιοριοανατολικές και κεντρικές περιοχές της χώρας, όπου οι εργαζόμενοι δεν ήταν συνδικαλισμένοι. Άλλες επιχειρήσεις, όπως η Benetton, ακολούθησαν εξαρχής την ευέλικτη αποκεντρωμένη παραγωγή.
Παράλληλα και λόγω της εξάπλωσης της Πληροφορικής δημιουργούνται νέες απασχολήσεις. Δίπλα στους παραδοσιακούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας (πρωτογενή, δευτερογενή, τροτογενή) αναπτύσσεται και ένας τέταρτος που περιλαμβάνει πιο εξειδικευμένες υπηρεσίες έρευνας και ανάπτυξης, διοίκησης επιχειρήσεων κλπ. Η Λεοντίδου (2005: 242) εξηγεί ότι «ο τεταρτογενής τομέας δεν εστιάζει στην μεταφορά αγαθών ή ανθρώπων, αλλά πληροφοριών και απαρτίζεται από επαγγέλματα που σχετίζονται με την συλλογή, επεξεργασία και διάδοση πληροφοριών». Η νέα γενιά επαγγελματιών χρησιμοποιεί τις ψηφιακές επικοινωνίες, δεν περιορίζεται γεωγραφικά ως προς την έδρα των δραστηριοτήτων της, την αγορά που απευθύνεται ή η αναζήτηση πρώτων υλών. Ως αποτέλεσμα είναι η αναδιάταξη της παγκόσμιας οικονομίας: υπάρχουν πλέον περιφέρειες που συγκεντρώνουν τον τεταρτογενή τομέα και την πληροφορική, σε περιοχές που παραμένουν εξαγωγείς πρώτων υλών και σε περιοχές που είναι αναπτυσσόμενες, οι οποίες παράγουν ή συναρμολογούν και εξάγουν προϊόντα, οι οποίες αξιοποίησσαν την αγορά και το άφθονο και φθηνό εργατικό δυναμικό τους στο καθεστώς της ευέλικτης συσσώρευσης: Κορέα, Σιγκαπούρη, Ταϊβάν, Κίνα κλπ.
Τέτοιες κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις γέννησαν την ανάγκη μελέτης, ανάλυσης και καταγραφής του ρόλου της κοινωνίας και της οικονομίας όχι μόνο σε παγκοσμιοποιημένο επίπεδο, αλλά σε εθνικό και τοπικό, δίνοντας έμφαση και στην ενδεγενή ανάπτυξη, όπως το καταγράφει η Λεοντίδου: «η πολιτικο-οικονομική προσέγγιση ερμηνεύει τα τοπία που δημιουργήθηκαν μετά την κρίση του φορντισμού και την εξάπλωση των μεταφορντικών καθεστώτων συσσώρευσης και σχέσεων εργασίας όλο και ευρύτερα, από τους μικρούς τοπικούς θήλακες μέχρι το διεθνή χώρο».
Τα νέα μεταφορντικά τοπία χαρακτηρίζονται, σύμφωνα με τη Λεοντίδου (2001: 70-71) από τη γεωγραφική επανασυγκέντρωση (επανεμφάνιση βιομηχανικής περιοχής μακριά από τις ζώνες της φορντικής βιομηχανίας), την αποκέντρωση του πληθυσμού και των παραγωγικών δραστηριοτήτων από μητροπολιτικές σε επαρχιακές περιοχές (απο-πόλωση σε συνδυασμό με απο-αστικοποίηση) και τη διαφοροποίηση των τόπων στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης ανάλογα με την ιδιαίτερη ιστορία τους, που θεωρητικοποιείται σαν ενός τύπου ιστορικές στρώσεις. Οι στρώσεις αυτές, εναποτίθενται στον κάθε τόπο και αλληλεπιδρούν με επόμενες στρώσεις για να δημιουργήσουν την τοπική ιδιομορφία (Λεοντίδου 2001: 70).


Χωρική διαίρεση της εργασίας
Οι αλλαγές του αστικού και περιφερειακού χώρου καταλύουν σταδιακά την πιο γνωστή χωρική οργάνωση της βιομηχανίας: την ολοκληρωμένη παραγωγή σε ένα εργοστάσιο, την αυτόνομη επιχείρηση που χωροθετείται σε μια περιφέρεια, τη συγκεντρωμένη παραγωγή της εποχής του φορντισμού. Όπως μας εξηγεί η Λεοντίδου (2005: 244) «πρόκειται για επιχειρήσεις που συγκεντρώνουν ολόκληρη τη διαδικασία παραγωγής σε μια γεωγραφική περιφέρεια ή πόλη, μαζί με όλο το εργατικό δυναμικό, όλη τη διαχειριστική ιεραρχία και όλο τον καταμερισμό εργασίας στη διαδικασία παραγωγής».
Καθώς όμως, οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες βαίνουν προς τα καθεστώτα ευέλικτης συσσώρευσης, δημιουργείται μια νέα χωρική διαίρεση της εργασίας. Η παραγωγή αποκεντρώνεται, τα εργοστάσια μπορούν να αποσπαστούν από τους μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους, ενώ στη επιχείρηση μεταξύ της σύλληψης και της εκτέλεσης δημιουργείται ένα ενδιάμεσο στάδιο ειδικευμένης χειροτεχνικής ή εργοστασιακής παραγωγής, που απαιτεί ειδικευμένη εργασία. Η Λεοντίδου σημειώνει ότι πρόκειται για μια νέα διαχειριστική ιεραρχία μέσα στη δαδικασία παραγωγής.
Ως αποτέλεσμα της νέας αυτής εξέλιξης είναι οι διαδικασίες που δεν απαιτούν ειδικευμένη εργασία να αποκεντρώνονται πρώτα προς εσωτερικές περιφέρειες του καπιταλιστικού κέντρου, έπειτα προς την αμέσως εξωτερική περιφέρεια (π.χ. μια γειτονική χώρα) και τελικά προς μεγαλύτερη ακτίνα. Αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών είναι να εμφανίζεται εκβιομηχάνιση σε υπανάπτυκτες χώρες, όπυ η εσωτερική αγορά μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο (π.χ. Κίνα, Ταιβάν κλπ.). Αυτοί που ασχολούνται με την έρευνα και την ανάπτυξη βρίσκονται στο άλλο άκρο και αν και δεν ασκούν εξουσία σε άλλους εργαζόμενους, ελέγχουν τις δικές τους εργασιακές συνθήκες. Αυτός το καταμερισμός εργασίας δεν συνεπάγεται αυτόματα και γεωγραφικό διαχωρισμό, όπως αναφέρει η Λεοντίδου (2005: 246), αλλά στο τομέα των τεχνολογιών υπάρχει αλληλεξάρτηση του τεχνικού καταμερισμού της εργασίας με κάποια χαρακτηριστικά του εργατικού δυναμικού που απαιτεί το κάθε στάδιο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η πορεία της Γεωγραφίας τον 20ο αιώνα ήταν περιπετειώδης, καθώς θεωρίες και Παραδείγματα έγιναν αντικείμενο κριτικής, αμφισβητήθηκαν και εναλλάχθηκαν ανάλογα με τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές αλλαγές που συντελέστηκαν στον κόσμο.
Το σημείο αφετηρίας της μετάβασης στη νέα Γεωγραφία, την κριτική και ριζοσπαστική θεώρηση της επιστήμης, ήταν η δεκαετία του 1970 με την πολιτιστική και κοινωνική στροφή στην σημασία της ανθρώπινης ύπαρξης και την αλληλεπίδρασή της με το χώρο. Παρακολουθήσαμε πώς από την ποσοτική επανάσταση και τον λογικό θετικισμό αναπτύχθηκαν τα μεταβατικά Παραδείγματα και στη συνέχεια οδηγηθήκαμε στα μεταθετικιστικά Παραδείγματα. Διαπιστώσαμε ότι η σχέση κοινωνίας και χώρου είναι αμφίδρομη και δυναμική, καθώς οι δραστηριότητες στο χώρο είναι αποτέλεσμα των κοινωνικών διαδικασιών, αλλά ταυτόχρονα οι ίδιες δραστηριότητες επηρεάζουν τον τρόπο διαμόρφωσης και ανάπτυξης του περιβάλλοντος χώρου.
Παράλληλα η ίδια η Γεωγραφία δεν παρέμεινε ασύνδετη με τις υπόλοιπες επιστήμες, ενώ ο κατακερματισμός της μέχρι και τη δεκαετία του 1950 έδωσε τη θέση του στη διεπιστημονικότητα. Αποτέλεσμα, από τη δεκαετία του 1970 και μετά, και κυρίως την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα, τα όρια ανάμεσα στην οικονομική, την κοινωνική, την πολιτική και την πολιτιστική Γεωγραφία τείνουν να αλληλοκαλύπτονται.
Η ανάδυση της κριτικής οικονομικής Γεωγραφίας αποτέλεσε σημείο καμπής του 20ου αιώνα και από την ποσοτικοποίησή της μέχρι περίπου τα μισά του αιώνα (ακολουθώντας το μοντέλο του φορντικού βιομηχανικού καπιταλισμού) μετεξελίχθηκε με ριζοσπαστικές δομές.
Στο Παράδειγμα της πολιτικο-οικονομικής προσέγγισης διαπιστώσαμε ότι οριστικοποιήθηκε η διεπιστημονικότητα στη Γεωγραφία, προκειμένου να μελετηθεί, να αξιολογηθεί και να αναλυθεί η σχέση χώρου-κοινωνίας.
Από την μελέτη μας ένα είναι βέβαιο ότι διαπιστώσαμε: η νέα Γεωγραφική σκέψη ακόμη εξελίσσεται...



Βιβλιογραφία

Λεοντίδου, Λ. & Σκλιάς, Π. 2001. Γενική Γεωγραφία, Ανθρωπογεωγραφία και Υλικός Πολιτισμός της Ευρώπης. ΕΑΠ, Πάτρα

Λεοντίδου, Λ. 2005. Αγεωγράφητος Χώρα: Ελληνικά Είδωλα στις Επιστημολογικές Διαδρομές της Ευρωπαϊκής Γεωγραφίας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα

Κουρλιούρος, Η. 2001. Διαδρομές στις Θεωρίες του Χώρου: Οικονομικές Γεωγραφίες της Παραγωγής και της Ανάπτυξης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα

Τερκενλή Θ., Ιωσηφίδης, Θ., Χωριανόπουλος, Ι. (επιµ.), 2007. Ανθρωπογεωγραφία: Άνθρωπος, Κοινωνία και Χώρος. Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα

Κουρλιούρος, Η. 2007. Οικονομική γεωγραφία: Επιστημολογικές Τομές και Κριτικές Αντιπαραθέσεις. Στο Τερκενλή Θ., Ιωσηφίδης, Θ., Χωριανόπουλος, Ι. (επιµ.), 2007. Ανθρωπογεωγραφία: Άνθρωπος, Κοινωνία και Χώρος. Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, σελ. 276-302

Γεωγραφική κατανομή της βιοτεχνίας 17ος-19ος αιώνας


Θ.Ε.: ΕΠΟ 12

ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2Η

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2009

ΕΡΩΤΗΣΗ: «Ποιες ήταν οι προβιομηχανικές μεταποιητικές δραστηριότητες στην Ευρώπη και πώς η συγκρότηση και ανάπτυξή τους διευκόλυνε την επερχόμενη Βιομηχανική Επανάσταση; Ειδικότερα αναφερθείτε στη γεωγραφική κατανομή της βιοτεχνίας σε περιοχές της Ευρώπης και στους διάφορους τύπους οικισμών από το 17ο μέχρι το 19ο αιώνα».





ΣΥΝΟΛΟ ΛΕΞΕΩΝ: 1.995








ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Με την παρούσα εργασία έχουμε στόχο να παρουσιάσουμε τη γεωγραφική κατανομή της μεταποιητικής δραστηριότητας στην Ευρώπη από τον 17ο μέχρι και τον 19ο αιώνα και να εξηγήσουμε πώς διευκόλυνε την επερχόμενη Βιομηχανική Επανάσταση (1750-1914).
Αρχικά θα καταγράψουμε τις προβιομηχανικές μεταποιητικές δραστηριότητες στην Ευρώπη την εξεταζόμενη περίοδο, από την οικοτεχνία, στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας και των πρώτων μονάδων κυρίως στις αγροτικές περιοχές και σε τόπους που ήταν πρόσφοροι σε πρώτες ύλες. Στη συνέχεια θα δούμε πώς εξελίχθηκε η βιοτεχνική παραγωγή μέσα από τα εργοστάσια την περίοδο του άνθρακα (18ος αιώνας) μέχρι τα πρώτα βήματα της Βιομηχανικής Επανάστασης το 1750 και το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων το 1815.
Παράλληλα, θα εξετάσουμε τις οικιστικές αλλαγές που συντελέστηκαν, με την μετανάστευση των πληθυσμών από τις αγροτικές τοποθεσίες στην βιοτεχνία που δημιουργήθηκε στις μικρές πόλεις και στη συνέχεια στη βιομηχανία των αστικών κέντρων και μεγαλουπόλεων, ακολουθώντας κάθε φορά τις εξελίξεις που επέφεραν τα τεχνολογικά επιτεύγματα, οι νέες μορφές παραγωγής, το αυξανόμενο εμπόριο κλπ.


Η μεταποίηση την περίοδο του 17ου – 19ου αιώνα
Τον 17ο αιώνα καταγράφεται παρακμή στις παραδοσιακές βιοτεχνικές χώρες, όπως η Ιταλία και στις πόλεις του Βορρά, ενώ στις νότιες Κάτω Χώρες η πτώση της παραγωγής είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Το λιμάνι της Αμβέρσας είχε κλείσει και η υφαντουργική βιομηχανία είχε καταστραφεί λόγω των ισπανικών πολέμων. Αντίθετα, άρχισε η βιοτεχνική εξάπλωση στην Αγγλία, η οποία επεκτάθηκε στα τέλη του ίδιου αιώνα σε ένα μεγάλο μέρος της Ηπειρωτικής Ευρώπης, ενώ στη Γαλλία υπήρξε σημαντική ανάπτυξη της βιοτεχνίας τη δεκαετία του 1740 (Pounds 2001: 101). Η βιοτεχνική μονάδα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια πρώιμη μορφή του εργοστασίου και αποτελεί τη σημαντικότερη εξέλιξη στη βιομηχανία της εποχής (Σκλιάς 2001: 232). Η χρήση της ξεκίνησε από τη Βρετανία λόγω της θέλησης της κοινωνία να αποδεχτεί τέτοιου είδους αλλαγές και της καταναλωτικής δυνατότητας των Βρετανών, οι οποίοι μπορούσαν να προωθήσουν τα προϊόντα τους στις αποικίες (Pounds 2001: 104).
Από τα τέλη του 17ου αιώνα καταγράφεται η τάση οργάνωσης της βιοτεχνικής παραγωγής στα εργοστάσια, αν και η οικοτεχνία διατηρήθηκε μέχρι και το 19ο αιώνα. Τα πλεονεκτήματα του εργοστασίου έναντι του παλαιού συστήματος ήταν περιορισμένα και εστιάζονταν στην τυποποιημένη ποιότητα και την πειθαρχία των εργαζομένων. Η ειδοποιός διαφορά ήταν όταν χρησιμοποιούνταν οι μηχανές.
Η ύπαρξη βιοτεχνικών μονάδων στις αστικές περιοχές ήταν κάπως περιορισμένη γιατί οι μηχανές βάσιζαν τη λειτουργία τους στο νερό. Σε μη αστικές περιοχές, όπου υπήρχαν υδάτινοι πόροι, λειτουργούσαν περισσότερες μονάδες, οπότε συμπεραίνουμε ότι τα πρώτα εργοστάσια ήταν αγροτικά (Pounds 2001: 103). «Ως το 1760 οι δύο βασικές μεταποιητικές δραστηριότητες στη Βρετανία, υφαντουργία (και κυρίως η εριουργία) και μεταλλουργία βρίσκονται κοντά στις πρώτες ύλες», όπως διαπιστώνουν οι Bernstein & Milza (1994: 443). Η υφαντουργία αναπτύχθηκε κοντά στις περιοχές της προβατοτροφίας (νοτιοδυτική χώρα, ανατολική Αγγλία γύρω από το Νόρθγουιτς και Γιόρκσερ γύρω από το Μπράντφορντ).
Κατά την προβιομηχανική περίοδο η αγροτική βιοτεχνία είχε σημαίνοντα ρόλο έναντι της αστικής. Στις πόλεις οι συντεχνίες επέβαλλαν περιορισμούς στους βιοτέχνες, ενώ το αγροτικό εργατικό δυναμικό ήταν φθηνότερο. Λίγες πόλεις, όπως η Λιλ, κατάφεραν να σπάσουν τις αστικές παραδόσεις και να δημιουργήσουν μαζικά και φθηνότερα προϊόντα, ανταγωνιζόμενες τους εργάτες της επαρχίας (Pounds 2001: 104).
Η μεταλλουργία εγκαταστάθηκε στον τόπο εξόρυξης των μεταλλευμάτων (Κορνουάλη για τον χαλκό και τον κασσίτερο) ή κοντά σε δάση, τα οποία αποτελούσαν πηγές καυσίμου. Η ανάγκη για εξεύρεση πρώτης ύλης και ιδιαίτερα ξυλάνθρακα ήταν αυτή που ώθησε στην αύξηση της παραγωγής σιδήρου σε Σουηδία και Ρωσία, ενώ η αντικατάσταση του κάρβουνου με άνθρακα επιτεύχθηκε το 1709 στην Αγγλία (Σκλιάς 2001: 229).
Τον 18ο αιώνα η παραγωγή άρχισε να εξαρτάται από τον άνθρακα, με αποτέλεσμα τα εργοστάσια να στραφούν στη δύναμη του ατμού, δίνοντας τέλος στην εξάρτησή τους από τα υδάτινα ρεύματα. Το θεμελιώδες επίτευγμα της Βιομηχανικής Επανάστασης, η ατμομηχανή επέλυσε το ζήτημα της εξεύρεσης ενέργειας και οι μονάδες συγκεντρώθηκαν στις περιοχές όπου τα κοιτάσματα άνθρακα ήταν πλούσια. Νέα εργοστάσια κατασκευάστηκαν, η μεταποιητική παραγωγή αυξήθηκε και ο πληθυσμός μετανάστευσε στις περιοχές παραγωγής, δημιουργώντας τις νέες πόλεις. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Pounds (2001: 103): «Οι πόλεις δεν προσέλκυσαν νέες βιοτεχνίες, αλλά αντίθετα οι βιοτεχνίες προσέλκυσαν τις πόλεις».
Η κλωστοϋφαντουργία ήταν η βασική βιομηχανία της εποχής (η παραδοσιακή βιοτεχνία υφασμάτων είχε παρακμάσει) και δευτερευόντως η μεταλλουργία. Στη Βρετανία η υφαντουργία αξιοποίησε πρώτη την εργοστασιακή παραγωγή μεγάλης κλίμακας και την μηχανική ενέργεια. Ακολούθησε η εφαρμογή της στην σιδηρουργία και έπειτα στις καταναλωτικές βιοτεχνίες, όπως τη ζυθοποιία και τους μύλους. Η κλωστοϋφαντουργία αναπτύχθηκε επίσης σημαντικά στις Κάτω Χώρες, τη Γαλλία, την κεντρική Ευρώπη και την Ιταλία.
Τα πρώτα αγγλικά εργοστάσια λειτουργούσαν με υδάτινη ενέργεια και μόνο τα τελευταία χρόνια του 18ου αιώνα ο άνθρακας και το κοκ αντικατέστησαν το κάρβουνο. Στη Γαλλία κάποιες πρώιμες προσπάθειες για τη χρήση κοκ στις υψικαμίνους δεν είχαν επιτυχία.
Τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, η ανάπτυξη των μεταφορών και επικοινωνιών έστρεψαν την βιομηχανική παραγωγή κοντά στις πηγές καυσίμου ή τους εμπορικούς δρόμους και τα λιμάνια (Pounds 2001: 132). Πρόκειται για τις «μαύρες περιοχές» που αναπτύχθηκαν στην Ουαλία, τη Σκωτία και τα Μίντλαντς στην Αγγλία, Μπορινάζ στο Βέλγιο, Ρουρ, Μασίφ Σεντράλ και γαιανθρακοφόρες λεκάνες του Νορ στη Γαλλία.
Το εργοστασιακό σύστημα αντικατέστησε σταδιακά το οικιακό, οι μονάδες δημιουργήθηκαν σε περιοχές όπου εξασφαλίστηκε ο περιορισμός των λειτουργικών εξόδων και οι εργάτες συγκεντρώθηκαν σε μεγάλα εργοστάσια.
Αναπτύχθηκαν επίσης μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα (Μπέρμιγχαμ, Ληντς, Λίλ) ενώ τα λιμάνια της Βόρειας Θάλασσας και του Ατλαντικού (Ρότερνταμ, Αμβέρσα, Αμβούργο, Νάντη, Λίβερπουλ) μεγάλωσαν υπό την ώθηση της βιομηχανίας και του εμπορίου (Bernstein & Milza, 1997: 82).
Η βιομηχανική συγκέντρωση και τα αστικά συγκροτήματα γέννησαν μια νέα οικονομική γεωγραφία, υποστηρίζουν οι Bernstein & Milza (1994: 446): «Η “πράσινη” νότια και ανατολική Αγγλία που κυριαρχούσε μέχρι τον 18ο αιώνα αντικαθίσταται πλέον από τη “μαύρη” βόρεια και δυτική Αγγλία».
Την περίοδο αυτή, σύμφωνα με τον Pounds (2001: 132) καταγράφτηκαν τρεις φάσεις βιομηχανικής δραστηριότητας: Πρώτη με τη διασπορά της τέχνης εκείνων που χρησιμοποιούσαν τη ροή τοπικών χειμάρρων ή ποταμών, η δεύτερη χαρακτηριζόταν από μεγάλες μονάδες παραγωγής, οι οποίες για κάποια χρονική περίοδο τα κατάφερναν με μικρές ποσότητες καυσίμων και η τρίτη ήταν η μετακίνηση σε περιοχές όπου θα υπήρχε επάρκεια ενεργειακών πόρων για μεγάλο διάστημα.
Καθώς κυλούσε ο αιώνας, η βιομηχανία άρχισε να αποδεσμεύεται από τον άνθρακα χάρη στην αυξανόμενη αποδοτικότητα των καυσίμων. Η ανάπτυξη του σιδηροδρόμου διευκόλυνε τη μεταφορά του άνθρακα σε μέρη μακριά από τα ορυχεία χωρίς μεγάλο κόστος. Και όπως αναφέρει ο Pounds «πριν τα τέλη του αιώνα, ένας διεσπαρμένος τύπος βιομηχανικής εγκατάστασης άρχισε να συμπληρώνει τις πυκνά εγκαταστημένες βιομηχανίες κοντά στις ανθρακοφόρες περιοχές».
Διαφορετική ήταν η εικόνα στη Ρωσία, όπου μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα το μεγαλύτερο μέρος της βιοτεχνίας ήταν υπό τον έλεγχο των αριστοκρατών ηγεμόνων ή των δούλων και έπρεπε να παρέχουν υποχρεωτικά όλα τους τα προϊόντα στο κράτος. Μόνο αν δεν ήταν επιθυμητά μπορούσαν να προωθηθούν προς πώληση στην ελεύθερη αγορά (Pounds 2001: 108).

Οικιστική ανάπτυξη 17ου-19ου αιώνα
Πολλά είδη οικισμών αναπτύχθηκαν, αλλά η αστική ανάπτυξη δεν ήταν στην πραγματικότητα καθολική, καθώς εξακολουθούσε να καθορίζεται από την προμήθεια τροφίμων. Οι μικρές πόλεις κάλυπταν τις ανάγκες τους από την ευρύτερη περιφέρειά τους, ενώ οι μεγαλύτερες αντλούσαν προμήθειες από μακρινά μέρη (Pounds 2001: 85). «Πολλές κωμοπόλεις σε όλη την Ευρώπη έμειναν σε μεγάλο βαθμό άθικτες από τις αλλαγές που συντελούνταν λόγω της εκβιομηχάνισης, ενώ πολυάριθμα μικρά κέντρα σχεδόν έχασαν τον αστικό χαρακτήρα τους», όπως αναφέρει ο Hohenberg (1994: 345). Ωστόσο, όσες πόλεις αντιστάθηκαν σθεναρά στην αλλαγή απέτυχαν και άλλες χωρίς ισχυρές συντεχνιακές παραδόσεις πήραν τη θέση τους.
Η Βρετανία αστικοποιήθηκε πρώτη λόγω της Βιομηχανικής Επανάστασης.. «Πουθενά αλλού δεν υπήρξε τόσο απόλυτη αντίθεση ανάμεσα στην προβιομηχανική κωμόπολη όπου οργανώνεται παζάρι ή στην επισκοπική έδρα (Τσέστερ, Ήλι, Γουιντσέστερ, Λίνκολν και Γιορκ- που παρέμειναν σχεδόν άθικτες) και στη συντριπτικά βιομηχανική πόλη που αναπτυσσόταν με εκρηκτικούς ρυθμούς: Ληντς και Μπραντφορντ, Νιουκάστλ και Μιντλεζμπρο, Μάντσεστερ», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Hohenberg (1994: 357).
Η ισορροπημένη επαρχιακή πόλη όπου η βιομηχανία άκμαζε, αλλά δεν κυριαρχούσε ήταν πολύ λιγότερο συνήθης στη Βρετανία από ό,τι στην Ηπειρωτική Ευρώπη. Η ισορροπία στην αστική ανάπτυξη χαρακτήριζε την Γερμανία, ενώ οι αστικές λειτουργίες στις Κάτω χώρες και την Ελβετία έτειναν να κατανέμονται σε αρκετές πόλεις μετρίου μεγέθους αντί να συγκεντρώνονται όλες στην πρωτεύουσα της χώρας. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες οι πόλεις ήταν πολλές και μικρές, όπως τις καταγράφει ο Pounds (2001: 84-85): στη Γερμανία υπήρχε εξάπλωση μικρών και πολύ μικρών πόλεων, στη Γαλλία γύρω στο 1720 υπήρχαν 385 μικρές πόλεις μέχρι 5.000 κατοίκων, 100 μεσαίες (μέχρι 100.000 κάτοικοι), 11 μεγάλες (έως 40.000 κάτοικοι) και 5 πολύ μεγάλες, ενώ η Ρωσία είχε πολύ μικρές πόλεις, με εξαίρεση την Αγία Πετρούπολη, τη Μόσχα κλπ.
Ο χάρτης των πόλεων στις αρχές του 19ου αιώνα δεν διαφοροποιείται σημαντικά από αυτόν του 16ου αιώνα (κυρίως ξύλινες κατασκευές εκτός από το κέντρο το οποίο είναι πέτρινο, φρούρια, έλλειψη υποδομών και συστημάτων υγιεινής). Ο αριθμός και ο πληθυσμός των αστικών κέντρων αυξάνεται (η μετανάστευση προς τα αστικά κέντρα είναι συνηθισμένο φαινόμενο). «Ο ρόλος των μεγάλων αστικών κέντρων (από 40.000 κατοίκους και άνω) δεν περιορίζεται πλέον μόνο στις εμπορικές και οικονομικές ανταλλαγές, κάτι που γινόταν κυρίως στην πρωτοβιομηχανική πόλη, αν και η πόλη – εμπορικό κέντρο αποτελεί την πλειοψηφία τους», σημειώνει ο Π. Σκλιάς (2001: 222). Στις πόλεις λειτουργούν οι έδρες των κυβερνήσεων, εκπαιδευτικά και πολιτιστικά κέντρα, παρέχονται ιατρικές και νομικές υπηρεσίες.
Ο αστικός πληθυσμός αυξήθηκε αισθητά στις μεγάλες πόλεις, καθώς η επέκταση και η εκμηχάνιση της παραγωγής είχαν προσελκύσει κόσμο στις μελλοντικές βιομηχανικές περιοχές (Pounds 2001: 143). Ο πληθυσμός του Μάντσεστερ και του Λίβερπουλ ξεπερνούσε τις 100.000, όπως και της Βαρκελώνης και της Βαρσοβίας, ενώ Λυών και Μασσαλία είχαν και οι δύο μαζί 115.000 κατοίκους.
Χαρακτηριστικό της αστικής διάρθρωσης κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα ήταν η ταχύτατη ανάπτυξη των μεγαλυτέρων πόλεων και δη των πρωτευουσών, με πρώτο το Λονδίνο και δεύτερο το Παρίσι. Το 1800 η γαλλική πρωτεύουσα αριθμούσε περίπου 500.000 κατοίκους και μισό αιώνα μετά πάνω από το διπλάσιο. Το Λονδίνο είχε ξεπεράσει το 1 εκατ. το 1831, ενώ στην αρχή του 19ου αιώνα Βερολίνο και Βιέννη είχαν πληθυσμό της τάξης του ενός εκατομμυρίου (Pounds 2001: 143).
Αυτή η μαζική συγκέντρωση πληθυσμού στις μεγαλουπόλεις επέφερε σημαντικά προβλήματα στέγασης, προσαρμογής, αλλά και εργασίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, όπως σημειώνουν οι Bernstein & Milza (1994: 85): «Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα οι δύο μεγάλες μητροπόλεις της Ευρώπης, το Λονδίνο και το Παρίσι γνωρίζουν ένα φοβερό αστικό συνωστισμό, όπου κατά ενδημικό τρόπο κάνουν θραύση η αθλιότητα, οι επιδημίες και οι κοινωνικές μάστιγες»
Κωμοπόλεις δημιουργήθηκαν γύρω από τα μεγάλα εργοστάσια ή τους σιδηροδρομικούς κόμβους. Τα προάστια γύρω από τις μεγάλες πόλεις διατήρησαν ή ανέπτυξαν έναν ξεχωριστό κοινωνικό χαρακτήρα βιομηχανικό ή οικιστικό. Ο Hohenberg (1994: 354) αναφέρει σχετικά: «Οι εξειδικευμένες κωμοπόλεις έγιναν πιο διαδεδομένες με την ανάπτυξη και βελτίωση των μεταφορών, πάνω από όλα του σιδηροδρόμου: λουτροπόλεις, παραθαλάσσια θέρετρα, πανεπιστημιουπόλεις, οικισμοί στρατιωτών, ακόμη και πόλεις προσκυνήματος». Στις αγροτικές περιοχές οι διάσπαρτοι βιομηχανικοί οικισμοί εξελίχθηκαν σε “αγροτικές κωμοπόλεις” ή παρέμειναν βιομηχανικά χωριά (Hohenberg, 1994: 351).


ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα και πριν την Βιομηχανική Επανάσταση, η μεταποιητική δραστηριότητα στην Ευρώπη περιορίζεται στην οικοτεχνική παραγωγή και τη βιοτεχνία. Ο πληθυσμός είναι κατά κύριο λόγο αγροτικός, ενώ και η αστική ανάπτυξη περιστρέφεται κυρίως στις αγροτικές περιοχές.
Οι πόλεις είναι μικρές και εξυπηρετούν κατά βάση εμπορικούς σκοπούς, ενώ η αυτοτέλειά τους εξαρτάται από την επάρκεια τροφίμων. .
Από τον 17ο αιώνα αρχίζουν να δημιουργούνται οι πρώτες βιοτεχνικές μονάδες, προπομποί του εργοστασίου, αρχικά στην Αγγλία και στη συνέχεια στην υπόλοιπη Κεντρική Ευρώπη. Οι βιοτεχνίες δημιουργούνται πλησίον των πρώτων υλών: η υφαντουργία αναπτύσσεται κοντά στις κτηνοτροφικές μονάδες ώστε να είναι άμεση η πρόσβαση στο μαλλί και κοντά σε υδάτινες πηγές, ώστε να είναι εύκολη η χρήση της ενέργειας.
Με την υιοθέτηση του άνθρακα ως καυσίμου η εικόνα αλλάζει σταδιακά: οι μονάδες μεταφέρονται κοντά στις περιοχές εξόρυξης, δημιουργούνται οργανωμένα εργοστάσια, τα οποία τυποποιούν ποιοτικά την παραγωγή και ο πληθυσμός μεταναστεύει αναζητώντας εργασία. Σε αυτές τις νέες περιοχές αναπτύσσεται ο αστικός ιστός, μπαίνουν τα θεμέλια των μεγαλουπόλεων και ο πληθυσμός συνωστίζεται στις πρωτεύουσες των χωρών, προσφέροντας φθηνά εργατικά χέρια.
Η εξάπλωση του σιδηροδρομικού δικτύου και των πλωτών μέσων μεταφοράς και η εξέλιξη των επικοινωνιών και του εμπορίου τον 19ο αιώνα θα ενισχύσουν την αστικοποίηση και θα ωθήσουν την παραγωγή και το εμπόριο στην εποχή της βιομηχανικής άνθισης.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Pounds N.J.G., 2001, Ιστορική Γεωγραφία της Ευρώπης, Τόμος Β Η μοντέρνα Ευρώπη, Πάτρα, ΕΑΠ

Λεοντίδου Λίλα – Σκλιάς Παντελής, 2001, Γενική Γεωγραφία, Ανθρωπογεωγραφία και Υλικός Πολιτισμός της Ευρώπης Εγχειρίδιο Μελέτης, Πάτρα, ΕΑΠ

Σπυράκου Α & Λιβιεράτος Κ., Berstein, S & Milza, P., 1997, Ιστορία της Ευρώπης 1: Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα ευρωπαϊκά κράτη 5ος – 18ος αιώνας, Αθήνα, Αλεξάνδρεια.

Λιβιεράτος Κ., Berstein, S & Milza, P., 1997, Ιστορία της Ευρώπης 2: Η ευρωπαϊκή συμφωνία και η Ευρώπη των Εθνών 1815-1919, Αθήνα, Αλεξάνδρεια.

Hohenberg P., 1994, Αστική Ανάπτυξη, στο Ville S.P., Aldcroft D.H., Η ευρωπαϊκή οικονομία 1750 - 1914, Αθήνα, Αλεξάνδρεια.

Γεωγραφία-Χαρτογραφία: Βιοι παράλληλοι


ΕΡΩΤΗΣΗ: «Με βάση την ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη της Γεωγραφίας από την αρχαιότητα, διαπιστώνουμε ότι η επιστήμη αυτή πορεύτηκε μαζί με τη Χαρτογραφία σε πολλές περιπτώσεις, σε βαθμό που μερικοί άνθρωποι να μην βρίσκουν διαφορές ανάμεσα στη Γεωγραφία και στη Χαρτογραφία. Εξηγήστε πώς θεωρείτε εσείς τη σχέση τους διαχρονικά».

ΣΥΝΟΛΟ ΛΕΞΕΩΝ: 1.830

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 2
1. Γεωγραφία και Χαρτογραφία: Οι ορισμοί 3
2. Γεωγραφία και Χαρτογραφία: Η κοινή πορεία 4-5
3. Η νέα Γεωγραφία 6-7
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 8
Βιβλιογραφία 9


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στην παρούσα εργασία θα εξετάσουμε την σύνδεση Γεωγραφίας και Χαρτογραφίας διαχρονικά και πώς διαμορφώθηκε η σχέση τους ανά τους αιώνες, ώστε να φτάσουν στο σημείο να θεωρούνται από πολλούς ανθρώπους ως μία επιστήμη: από την αρχαιότητα και τους πρώτους γεωγράφους – χαρτογράφους, στην εποχή του Μεσαίωνα και των Μεγάλων Ανακαλύψεων, μέχρι την ανάπτυξης της Κλασικής Γεωγραφίας του 19ου αιώνα.
Θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τα κοινά τους σημεία, την παράλληλη πορεία που διένυσαν μέχρι τον 18ο- 19ο αιώνα, αλλά και τις διαφορές τους από τη στιγμή που η Γεωγραφία «αποκόπηκε» από την περιγραφική της μορφή και εμβάθυνε σε επιστημονικά και ερμηνευτικά πεδία για να μελετήσει τη σχέση ανθρώπου και φύσης με έμφαση στην αλληλεπίδρασή τους.

Γεωγραφία και Χαρτογραφία: Οι ορισμοί
Η Χαρτογραφία σχετίζεται στενά με την επιστήμη της Γεωγραφίας, αφού οι χάρτες είναι ένα από τα βασικά μέσα παρουσίασης και μελέτης των γεωγραφικών δεδομένων. Με τον όρο χαρτογραφία περιγράφεται η επιστήμη η οποία περιλαμβάνει ένα σύνολο προσδιορισμένων μελετών, τεχνικών ακόμη και καλλιτεχνικών εργασιών που αφορούν απεικονίσεις, υπό κλίμακα, της επιφάνειας της γης για την σύνταξη και έκδοση χαρτών. Η εφαρμογή όλων αυτών των διεργασιών αποτελούν την έννοια της χαρτογράφησης, που γίνεται με διάφορες μεθόδους οι οποίες και ονομάζονται χαρτογραφικές προβολές . Η χαρτογραφία αφορά στην μεταφορά ή μετάδοση των πληροφοριών που έχει χωρική διάσταση μέσω χαρτών. Ο χάρτης είναι η αναπαράσταση ή περιληπτική παρουσίαση της γεωγραφικής πληροφορίας, ένα εργαλείο για να «απεικονιστεί» η γεωγραφική πληροφορία.
Σύμφωνα με τον Ε. Λιβιεράτο «χαρτογραφία είναι η επιστήμη που ασχολείται με την διαδικασία απόδοσης χαρτών αλλά και με την μελέτη των φιλοσοφικών και θεωρητικών βάσεων για την δημιουργία χαρτών, περιλαμβανομένης και της επικοινωνίας χρήστη-χάρτη» .
Ο ορισμός της Γεωγραφίας δεν αποτελεί απλή υπόθεση, καθώς με την πάροδο των αιώνων και τις ανά εποχή κοινωνικές, πολιτικές, φιλοσοφικές, τεχνολογικές εξελίξεις κλπ. έχουν διατυπωθεί διαφορετικοί όροι για να προσδιορίσουν αυτήν την επιστήμη. Η Γεωγραφία, η επιστήμη της φύσης και του ανθρώπου μελετά την σχέση μεταξύ τους και την αλληλεπίδρασή τους μέσα στο χώρο : πώς οι άνθρωποι χρησιμοποιούν, αλλά και να διαμορφώνουν το χώρο μέσα στον οποίο ζουν και πώς η γη επηρεάζει τον τρόπο που ζουν οι άνθρωποι.

Γεωγραφία και Χαρτογραφία: η κοινή πορεία
Οι ρίζες της Γεωγραφίας είναι η περιγραφή της Γης και η καταγραφή στοιχείων όπως οι χώρες, οι πόλεις, ο πληθυσμός, το φυσικό περιβάλλον, καθώς και η χαρτογράφησή τους .
Για τους περισσότερους από εμάς η Γεωγραφία είναι το μάθημα της πατριδογνωσίας, η αφομοίωση στοιχείων για τον παγκόσμιο άτλαντα, με τις χώρες, τις πρωτεύουσες, την ονομασία των οροσειρών ή των ποταμών, τον πληθυσμό κάθε χώρας και μια σειρά άλλων πληροφοριών με την απαραίτητη χρήση ενός χάρτη ή μιας υδρογείου για να οριοθετήσουμε αυτές τις γνώσεις ή ακόμη και με τον σχεδιασμό χαρτών.
Αυτή η επαφή με την Γεωγραφία αποτελεί για πολλούς ταύτισή της με την Χαρτογραφία, αντίληψη που ίσχυε εν πολλοίς μέχρι τον 19ο αιώνα. Πρόκειται για την περίοδο της Περιγραφικής Γεωγραφίας των εξερευνητών και των ταξιδιωτών: σε όλη την Ευρώπη η γεωγραφία είναι μια διαδικασία περιγραφής και αναπαράστασης δεδομένων σχετικά με την επιφάνεια της γης σε κάθε μια περιφέρεια και η χαρτογράφηση τους .
Η Γεωγραφία στα πρώτα βήματα της την εποχή της Αρχαιότητας συγχέεται με την χαρτογραφία, την γεωμετρία, την αστρονομία και μια σειρά άλλων επιστημών, που ωστόσο τότε δεν είχαν διαχωριστεί. Από τον Όμηρο μέχρι τον Ερατοσθένη, ο οποίος έκανε μετρήσεις για την περίμετρο της γης με σημαντική ακρίβεια και σχεδίασε τον πρώτο χάρτη που ανταποκρινόταν στην τότε πραγματικότητα του κόσμου, αλλά και για μεταγενέστερούς τους έως και την εποχή της Αναγέννησης, οι διανοητές αυτοί δεν χαρακτηρίζονται ως γεωγράφοι , αλλά ως πανεπιστήμονες, καθώς ήταν παράλληλα ιστορικοί, φυσικοί, μαθηματικοί, αστρονόμοι, εξερευνητές κλπ.
Στα πρώτα χρόνια της μετά Χριστόν εποχής, ο Στράβωνας στα Γεωγραφικά παρά τις περιγραφές, έκανε προσπάθειες καταγραφής των ηθών, των πολιτικών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών των περιοχών που είχε επισκεφθεί, ενώ συνέδεσε τη Γεωγραφία με τη Φιλοσοφία, αποκόπτοντας τη από την Γεωμετρία, ενώ ο πατέρας της χαρτογραφίας, Πτολεμαίος ο Αλεξανδρεύς τον 2ο μ.Χ αιώνα ανέπτυξε τις πρώτες βασικές αρχές για την μέτρηση των διαστάσεων της Γης, τους υπολογισμούς του μήκους και του πλάτους, καθώς και τις αρχές για τον σχεδιασμό χαρτών . Για τον Πτολεμαίο Γεωγραφία νοείται η παρατήρηση ουράνιων σωμάτων και οι περιηγήσεις, ενώ άλλοι αρχαίοι φιλόσοφοι οι οποίοι ασχολούνται με τη Γεωγραφία, όπως αναφέρει η Λ. Λεοντίδου «τοποθέτησαν τον άνθρωπο μέσα σε μια ιεραρχία χώρων» .
Ο Μεσαίωνας και η επιστροφή στον δογματισμό, μεταφέρει την ανάπτυξη της Γεωγραφίας προς τη Μέση Ανατολή και τη Βόρειο Αφρική, στους δρόμους του εμπορίου. Οι έμποροι χρειάζονται στα ταξίδια τους χάρτες και η εποχή με τότε περιοχές όπως η Κίνα και η Ινδία, τους παρέχουν στοιχεία και πληροφορίες για τον εκτός Ευρώπης κόσμο: το φυσικό περιβάλλον, την οικονομία, την κοινωνία, την πολιτική.
Από τη μία τα σύνορα στην Ευρώπη είναι ρευστά, καθώς δεν έχει ακόμη αρχίζει να αναπτύσσεται η έννοια του εθνικού κράτους, κυριαρχούν οι πόλεις – κράτη, ενώ οι «χάρτες» επανασχεδιάζονται μετά από τις πολεμικές συγκρούσεις που ανακατατάσσουν τα γεωγραφικά όρια των περιοχών .
Την περίοδο των μεγάλων εξερευνήσεων 15ου και 16ου αιώνα και μέχρι τον 19ο αιώνα, οπότε η Γεωγραφία διδάσκεται πλέον συστηματικά στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, θα συνδεθεί άρρηκτα με την χαρτογραφία και θα αποτελέσουν έννοιες ταυτόσημες . Με την ίδρυση των πρώτων Γεωγραφικών Εταιριών σε Παρίσι, Βερολίνο και Λονδίνο, χρηματοδοτούνται εξερευνήσεις, ισχυροποιώντας την Περιγραφική Γεωγραφία , ως την επιστήμη της αποικιοκρατίας, που ανταποκρινόταν στην ανάγκη για ανακάλυψη και αξιοποίηση νέων τόπων και πρώτων υλών .
Αυτή η Περιγραφική Γεωγραφία πάντως, δημιουργεί μια συνθετική Φυσική Γεωγραφία και Ανθρωπογεωγραφία, καθώς αντιμετωπίζει παράλληλα το κοινωνικό και το φυσικό περιβάλλον .

Η νέα Γεωγραφία
Σαφή επιστημονικό χαρακτήρα η Γεωγραφία απέκτησε την περίοδο από τα τέλη του 19ο αιώνα- αρχές του 20ου. Βασικό χαρακτηριστικό της νέας Γεωγραφίας είναι η διεπιστημονικότητα αντί της πολυεπιστημονικότητας που ίσχυε μέχρι τότε: πρόκειται για τη μελέτη της σχέσης του χώρου και της κοινωνίας μέσα από τη συνένωση επιστημών και τον συνδυασμό της κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής, πολιτιστικής, ιστορικής και φυσικής Γεωγραφίας .
Η Γεωγραφία σταδιακά αποτινάσσει από πάνω της τον «μανδύα» της αποκλειστικής καταγραφής και αναπαράστασης του χώρου σε συγκεκριμένες χωρικές κλίμακες και εμβαθύνει την ανάλυση της φύσης και της αλληλεπίδρασης της με τον χώρο και τον άνθρωπο χρησιμοποιώντας λογικά επιχειρήματα, αίτια και επιπτώσεις.
Η καθιέρωση πανεπιστημιακών εδρών διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της γεωγραφικής επιστήμης, γεννώντας δύο μεγάλα και αντιμαχόμενα ρεύματα: από τη μια ο περιβαλλοντικός ντετερμινισμός, με τον οποίο συνδέθηκε η Κλασική Γεωγραφία και από την άλλη, ο ποσσιμπιλισμός, ο οποίος εκφραζόταν με την Περιφερειακή Γεωγραφία.
Η κλασική Γεωγραφία, η οποία αναπτύχθηκε στην Γερμανία, υποστήριξε ότι το φυσικό περιβάλλον είναι ο αποκλειστικός παράγοντας διαμόρφωσης της ανθρώπινης δραστηριότητας, το περιβάλλον καθορίζει τις σχέσεις, τις συμπεριφορές και τις αντιδράσεις του ανθρώπου. Θεωρητικό υπόβαθρο της άποψης αυτής ήταν το βιβλίο του Δαρβίνου «Η προέλευση των ειδών» το 1859. Ο Περιβαλλοντικός ντετερμινισμός υποστηρίζει την αναγκαστική προσαρμογή του ανθρώπου στις αλλαγές του φυσικού περιβάλλοντος και μειώνει τη σημασία του ανθρώπινου παράγοντα .
Οι ντετερμινιστές υποστηρίζουν ότι ο χώρος είναι η βασική μεταβλητή που επηρεάζει την ατομική συμπεριφορά αλλά και την όλη οργάνωση και λειτουργία της κοινωνίας. Έτσι ερμηνεύουν την βιομηχανική επανάσταση και ανάπτυξη της Ευρώπης αλλά και την υπανάπτυξη της Ασίας και της Αφρικής σαν απόρροια των συνθηκών. Η Λ. Λεοντίδου στο βιβλίο της Αγεωγράφητος Χώρα σημειώνει ότι η «κλασική Γεωγραφία υποκατέστησε την περιγραφική δραστηριότητα με μια αντίληψη αιτιοκρατική».
Ο Friedrich Ratzel στο έργο του Πολιτική Γεωγραφία ( 1844), ορίζει το κράτος ως ένα οργανισμό που συνδέεται άμεσα με τη γη. Η οργανική θεώρηση του κράτους οδήγησε στο τέλος του 19ου αιώνα στην ανάπτυξη της «γεωπολιτικής» στη Γερμανία, μια θεώρηση που διατείνεται ότι οι πολίτες είναι υποδεέστεροι του κράτους και ότι το κράτος θα πρέπει να επεκτείνεται ανάλογα με την πληθυσμιακή αύξηση (θεωρία του «ζωτικού χώρου»). Η άποψη της «γεωπολιτικής» χρησιμοποιήθηκε από τους ναζιστές για να δικαιολογήσουν τα επεκτατικά τους σχέδια στην Ευρώπη. Η ντετερμινιστική προσέγγιση της εξήγησης της ανθρώπινης δραστηριότητας χρησιμοποιήθηκε και στην Αμερική με σκοπό τη νομιμοποίηση της κυριαρχίας των αποίκων έναντι των αυτοχθόνων .

Στα τέλη του 19ου αιώνα αναπτύσσεται ο «αντίλογος» στην Κλασική Γεωγραφία μέσα από τον ποσσιμπιλισμό, ο οποίος έκανε λόγο για «πιθανότητες όχι βεβαιότητες» κα πρέσβευε ότι το περιβάλλον είναι μία μόνο από τις παραμέτρους που επηρεάζουν την ανθρώπινη δραστηριότητα . Στη θεωρία αυτή στηρίχτηκε η Γαλλική Σχολή της Περιφερειακής Γεωγραφίας, η οποία υποστήριζε την περιφερειακή ιδιαιτερότητα και είναι έκδηλη η διεπιστημονικότητα .
Ο ποσσιμπιλισμός υποστήριξε ότι η σχέση φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος είναι ανοικτή, ενώ σύμφωνα με τον Vidal de la Blache δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε τα φυσικά από τα πολιτισμικά φαινόμενα, υπάρχει σχέση αλληλεπίδρασης . Σε μια ανθρώπινη εγκατάσταση το φυσικό περιβάλλον μετασχηματίζεται ανάλογα με το επίπεδο του υλικού πολιτισμού. Κάθε ανθρώπινη κοινότητα έχει τις δικές της ιδιομορφίες και ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες όπου το φυσικό τοπίο έχει κοινά στοιχεία, δημιουργεί το δικό της πολιτιστικό τοπίο.

Η θεωρία του Blache ταίριαζε μόνο σε αυτοτελείς περιφέρειες, σχετικά απομονωμένες από τον γύρω κόσμο, με στοιχεία αγροτικά και αυτοκατανάλωσης. Δεν μπορούσε να «αφομοιώσει» τις ανακατατάξεις από την βιομηχανική επανάσταση και έτσι έδωσε χώρο ανάπτυξης στο ενδιάμεσο ρεύμα των αναρχικών γεωγράφων Reclus και Κροπότκιν . Ο δεύτερος θεωρούσε την ανθρωπογεωγραφία ως διεπιστημονική δραστηριότητα. Στις μελέτες των αναρχικών γεωγράφων μπαίνει κυρίως η έννοια της αλληλεπίδρασης. Για την ανάλυση των γεγονότων δεν λαμβάνεται υπόψη μόνο το φυσικό περιβάλλον αλλά και παράγοντας όπως η τεχνολογική εξέλιξη, τα οργανωμένα συμφέροντα, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας κ.λ.π .

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Γεωγραφία και η Χαρτογραφία υπήρξαν αλληλένδετες για όσο διάστημα διήρκησε η «γνωριμία» του ανθρώπου με το περιβάλλον του, με την Γη. Μετά την ανακάλυψη του «Νέου Κόσμου» και τον αποικισμό, οπότε και εν πολλοίς ολοκληρώθηκε η χαρτογράφηση του πλανήτη, με την προσθήκη νέων χωρών, νέων ηπείρων, ο ρόλος της Γεωγραφίας αλλάζει. Ως φυσικού επακόλουθο είναι η αποσύνδεσή της με την Χαρτογραφία ως κοινή επιστήμη και η εμβάθυνση σε κοινωνικούς, πολιτικούς, ιστορικούς και άλλους παράγοντες που θα επηρέαζαν την γεωγραφική θεώρηση τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τη φύση.
Η Γεωγραφία θα εστιάσει στην ανάλυση των παραγόντων που επηρεάζουν την ανάπτυξη του ανθρώπου στο χώρο, την αλληλεπίδραση της κοινωνικής πραγματικότητας με το φυσικό περιβάλλον και τον χώρο.
Η Χαρτογραφία θα εξακολουθήσει να αναπτύσσεται, αξιοποιώντας πιο σύγχρονα εργαλεία και τεχνολογικά επιτεύγματα, αλλά πλέον είναι ξεκάθαρος ο χαρακτήρας της ως μέσο απεικόνισης των γεωγραφικών δεδομένων.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Λεοντίδου Λίλα (2005), Αγεωγράφητος Χώρα, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα

Λεοντίδου Λίλα – Σκλιάς Παντελής (2001), Γενική Γεωγραφία, Ανθρωπογεωγραφία και Υλικός Πολιτισμός της Ευρώπης, Πάτρα, ΕΑΠ

Παπαδοπούλου Μαρία (2005), Βάσεις της Χαρτογραφίας, Θεσσαλονίκη, Πανεπιστημιακές σημειώσεις, Τ.Α.Τ.Μ./ Α.Π.Θ.

Λιβιεράτος Ευάγγελος (1988), Γενική Χαρτογραφία και Εισαγωγή στη Θεματική Χαρτογραφία, Θεσσαλονίκη, ΖΗΤΗ